Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2010

Ωρολογοποιός

Ο ωρολογοποιός πέθανε. Καθώς τον βάζανε στο φέρετρο ένα ελατήριο πετάχτηκε μέσα από το μέτωπό του, σοκάροντας τους πενθούντες. Για αρκετές μέρες μετά την ταφή, ένα ανεπαίσθητο τικ τακ ακουγόταν κάτω από την πλάκα του μαρμάρινου τύμβου. Λέγεται ότι, εκείνο το διάστημα, ο χρόνος σταματούσε για λίγα δευτερόλεπτα σε ακτίνα κάποιων χιλιομέτρων. Έτσι, οι κάτοικοι αυτής της περιοχής είμαστε κατά μερικά λεπτά νεότεροι από όλους τους συνομηλίκους μας


Σκυλιά

Καθώς περπατούσα σε έναν έρημο δρόμο χθες, την ώρα του δειλινού, φυσούσε και μισόκλεισα τα μάτια, τυλίχτηκα σφιχτά στο παλτό μου, έσκυψα το κεφάλι μου στο κράσπεδο και χωρίς να τα δω, μου επιτέθηκαν και άρχισαν να με δαγκώνουν κάτι άγρια αδέσποτα σκυλιά, που με άγριες φωνές και απειλητικές χειρονομίες κατάφερα να τα απωθήσω.

Αυτή η ιστορία μπορεί να διαβαστεί και αλλιώς. Καθώς περπατούσα σε έναν έρημο δρόμο χθες μου επιτέθηκαν και άρχισαν να με δαγκώνουν κάτι κακές αναμνήσεις, που με άγριες φωνές και απειλητικές χειρονομίες κατάφερα να τις απωθήσω.

Πολλές φορές όταν γράφουμε, είναι σα να φωνάζουμε.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Μικρά διηγήματα

Θέλησα να γράψω πολύ ευσύνοπτες ιστορίες. Αναζήτησα λοιπόν διδαχές στην τέχνη της φυτοκομίας. Μελετώντας την ανάπτυξη των μπονζάι κατάφερα να τιθασεύσω τα θέματα μου και να αναδείξω την χάρη τους, περιορίζοντας τα σε ασφυκτικά στενά πλαίσια. Δυστυχώς δεν απέμεινα αρκούντως ικανοποιημένος από την διαδικασία. Με κατατρέχει ακόμα ο φόβος ότι πλατειάζω.

Το επόμενο βήμα είναι ίσως να μελετήσω μικροβιολογία. Όπως εκείνος ο ποιητής χαϊκού μπορούσε να γράψει ένα ποίημα πάνω στον κόκκο ενός ρυζιού, έτσι και γω φιλοδοξώ να απλώσω το ελάχιστό μου διήγημα πάνω στην επιφάνεια μικροβίου. Το ξέρω βέβαια πως είναι αδύνατον!

Συμβουλεύω συχνά τον εαυτό μου: «Περιόρισε τον χώρο γύρω από το γραπτό. Όπως πιέζεις ένα πλαστικό μπαλόνι, όπως σφίγγεις τον λαιμό του εχθρού σου.»

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Δανιμαρκία

Το βασίλειό μας είναι το αντίθετο της Δανιμαρκίας. Εδώ η βούληση κυριαρχεί της επιθυμίας και δεσπόζει σε απόλυτο βαθμό. Κανείς δεν αμφιταλαντεύεται πριν από οποιαδήποτε πράξη. Και δεν καμουφλάρει με θεατρικά δρώμενα το ξεμπρόστιασμα. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα σάπιο. Μια κοπέλα δεν αυτοκτονεί από έρωτα. Η μάνα δεν προδίδει ποτέ. Τέλος ο πατέρας δεν μεταμορφώνεται σε φάντασμα που σε προστάζει να σφάξεις. Εδώ δεν αναρωτιέσαι αν πρέπει να ζεις. Ζεις.

Έκλειψη ηλίου

Ήμουν δώδεκα χρονών όταν κοίταξα δια γυμνού οφθαλμού την έκλειψη ηλίου. Παρά την ρητή απαγόρευση του δασκάλου και τις προειδοποιήσεις των γονιών, έστρεψα το πρόσωπό μου και είδα.

Τότε έχασα το 80% της όρασης μου στο δεξί μάτι. Αλλά δεν μετάνιωσα καθόλου για αυτό. Με την καμένη μου ίριδα μπορούσα να βλέπω, μεγαλώνοντας, κάθε τι που τσουρουφλίζει τα μάτια των ανθρώπων και αυτοί αποστρέφουν το βλέμμα: την έκλειψη θεού, την έκλειψη αγάπης, την έκλειψη νοήματος...

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Ορυχείο

Όσο σκάβαμε και δεν βρίσκαμε τίποτα, τόσο ενισχυόταν η πεποίθησή μας ότι τα πολύτιμα ορυκτά ήταν κοντά. Προμηνύματα σεισμού μας κάναν να ανησυχούμε, δεν πάψαμε ωστόσο να δουλεύουμε σε φρενιτιώδη ρυθμό μην υπολογίζοντας τις συνέπειες μιας ενδεχόμενης καταστροφής. Οι σκύλοι που χρησιμοποιούμε ως ανιχνευτές δονήσεων και μας προειδοποιούν για επικείμενες αναταράξεις, το σκάσανε. Οι παπαγάλοι που εντοπίζουν έκλυση επικίνδυνων αερίων ήδη ψόφησαν. Κάποιοι από μας αναρωτιούνται γιατί συνεχίζουμε και δεν το βάζουμε πάραυτα στα πόδια. Ακόμα και οι επιστάτες έχουν φύγει. Είμαστε ίσοι μεταξύ ίσων τώρα.

Προφανώς υπάρχει κάτι εκεί πίσω από τα υγρά πετρώματα, κάτι πολύ πιο θελκτικό από πολύτιμο μέταλλο. Οι εργοδότες μας είπαν ότι ψάχνουμε διαμάντια. Τώρα έχουμε πεισθεί ότι μας λέγανε ψέματα. Όσο πλησιάζουμε προς τα κοιτάσματα του άγνωστου ορυκτού γινόμαστε όλο και πιο άβουλοι, το βλέμμα μας είναι άδειο, δεν τρώμε, πίνουμε μόνο λίγο νερό, έχουμε αποστεωθεί αλλά διατηρούμε τις δυνάμεις μας στο έπακρον.

Κάποιοι εικάζουν ότι βρίσκεται θαμμένο εδώ κοντά ένα εξωγήινο διαστημόπλοιο. Άλλοι λένε ότι η αξίνες μας θα βγάλουν στο φως μια αρχαία μυθική πόλη. Φήμες που εκφράζονται μέσα από ψιθύρους και μουρμουρητά. Τίποτα από αυτά δεν είναι αλήθεια. Εγώ ξέρω, γιατί έσκαψα μακρύτερα από τους άλλους: αυτό που ψάχνουμε να βρούμε είναι ο εαυτός μας.

Από την άλλη πλευρά των πετρωμάτων λερωμένοι σκαπανείς ανοίγουν σήραγγες προς το μέρος μας. Τους ακούω και μέσα από τρύπες τους έχω αχνοδεί. Καταβάλουν τον ίδιο κόπο με μας για να μας συναντήσουν και βρίσκονται στην ίδια άθλια κατάσταση με το δικό μας συνεργείο. Ποιος ξέρει τι θα γίνει όταν οι μυτερές μας αξίνες αφαιρέσουν και την τελευταία πέτρα που βρίσκεται ανάμεσά μας... Άραγε θα αντιμετωπίσουμε τον εαυτό μας, που πλησιάζει από την άλλη πλευρά, ως χαμένο αδελφό ή ως μισητό εχθρό;

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Χαλίκια

Ποτέ. Πουθενά. Τίποτα.. Τρία χαλίκια στο στόμα μου. Με αυτά έμαθα – σαν τον Δημοσθένη – να μιλώ.

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

Ψοφίμι

Σήμερα από το δέρμα όλων των κατοίκων αυτής της πόλης αναδυόταν μια μυρωδιά ψόφιου ζώου. Πολλοί προσπάθησαν να την καλύψουν με αιθέρια έλαια και ακριβά αρώματα – κάτοικοι βορείων προαστίων οι περισσότεροι που σοκάρονται εύκολα και επιδιώκουν πάντα να κρύψουν την σαπίλα. Αλλά μάταια. Ήταν σα να είχαμε όλοι ένα νεκρό κουνάβι μέσα στο στομάχι μας. Και αυτό δεν θα άλλαζε με τίποτα.

Τι συνέβη; Τίποτα συνταρακτικό. Απλώς, λόγω έντονης ζέστης, βαθύτερες ουσίες του εαυτού μας ήρθαν στην επιφάνεια. Ίσως τα θερινά μπάνια στη θάλασσα βοηθήσουν να αποσοβήσουμε την μπόχα...

Φθινόπωρο

Φθινόπωρο. Η θερμοκρασία πέφτει. Θα φορέσουμε πιο βαριά ρούχα και παλτά. Επιτέλους θα μπορέσουμε να κρύψουμε ξανά τον εαυτό μας...

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Νόσος του Τλον

Πολύ συχνά όταν διαβαίνω το κατώφλι μιας πόρτας (του σπιτιού μου, ενός δημόσιου κτηρίου, ενός μαγαζιού κτλ) βγαίνω σε μια άλλη πόλη, σε χωριό ή σε ακατοίκητο τόπο. Αυτή η κατάσταση αν και μου προξένησε στην αρχή τρομερή έκπληξη και θαυμασμό, πλέον θα την χαρακτήριζα μάλλον δυσάρεστη. Φανταστείτε ότι εκεί που είσαι έτοιμος να ξεμυτίσεις από το κατώφλι του σπιτιού σου και να ξεκινήσεις αμέριμνος την βραδινή σου βόλτα, να βρίσκεσαι ξαφνικά και ανεξήγητα μέσα σε έναν λασπότοπο, στην κορυφή ενός βουνού, στη μέση ενός χωραφιού με ηλιοτρόπια. Και υπάρχουν και χειρότερα. Ανοίγεις την πόρτα του δωματίου σου για να βγεις στο χολ, και στο επόμενο κλάσμα του δευτερολέπτου βρίσκεσαι στην τουαλέτα ενός αγνώστου σπιτιού, στον βόθρο μιας πολυκατοικίας, στο χείλος ενός γκρεμού. Έκπληκτα μάτια ανθρώπων που δεν έχω ξαναδεί με κοιτάνε έντρομα. Μου ζητάν εξηγήσεις, πως βρέθηκα εκεί, τι θέλω, μήπως είμαι ληστής; Και γω δεν ξέρω τι να πω. Απλά ντρέπομαι και λυπάμαι. Βγαίνω έξω, προσπαθώ να προσανατολιστώ και ψάχνω τρόπο να επιστρέψω άμεσα στον τόπο και την οικία μου.
Όσο εύκολα, όμως, και απότομα τηλε - μεταφέρομαι την πρώτη φορά. Άλλο τόσο δύσκολα επιστρέφω. Δεν αποφασίζω εγώ που θα βρεθώ. Δεν το κάνω καθόλου με την θέλησή μου. Δεν το ελέγχω ούτε στο παραμικρό. Αυτό με ελέγχει. Διαφορετικά θα γλίτωνα ένα σωρό λεφτά που ξοδεύω σε εισιτήρια έτσι και αλλιώς, μιας και μου αρέσει να ταξιδεύω. Έχω μπλεχτεί στα πλοκάμια μιας άγνωστης δύναμης που παίζει μαζί μου.

Μετά τις πρώτες φορές που μου συνέβη το “ταξίδι” ή η μετακίνηση όπως την ονομάζω, απευθύνθηκα σε γιατρό. Επειδή είμαι φύσει πραγματιστής και πιστεύω ακράδαντα στη λογική, θεώρησα ότι έχω απλώς τρελαθεί. Έτσι κατέφυγα στον ειδικό. Χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς του περιέγραψα λεπτομερώς την εμπειρία μου, διασκεδάζοντας κατά βάθος με το προσδοκούμενο ξέσπασμα της κατάπληξης του.
Ο γιατρός όμως με άκουσε ήρεμα και προσεκτικά, και όταν τελείωσα είπε:
Τα συμπτώματα που περιγράφεις σκιαγραφούν μια πολύ σπάνια πάθηση. Πρόκειται για την περιβόητη νόσο του Τλον, που οι επιπτώσεις της ποικίλουν από ασθενή σε ασθενή (ή να πω καλύτερα από χαρακτήρα σε χαρακτήρα;) Κάποιοι πέφτουν να κοιμηθούν και όταν ξυπνούν βρίσκονται σε τόπο πολύ μακρινό από το κρεβάτι τους. Ενώ άλλοι με το που έρχονται σε επαφή με το νερό, τηλεμεταφέρονται. Τέλος υπάρχουν και κάποιοι στους οποίους η νόσος ενεργοποιείται όταν φιλιούνται με κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο. Και βέβαια η περίπτωση σου που είναι από τις συνηθέστερες. Δυστυχώς μέχρι στιγμής η επιστήμη δεν έχει βρει ίαση για αυτήν την ασθένεια. Πρέπει να μάθεις να ζεις με το ενδεχόμενο ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανοίξεις μια πόρτα και να βρεθείς αλλού.

Έτσι και γω προσπαθώ να συνηθίσω διανύοντας τον προσωπικό μου Γολγοθά. Η μόνη μου άμυνα στην εξωπραγματική αυτή ασθένεια είναι να πάψω να μετακινούμαι. Να μένω συνεχώς καθηλωμένος σε ένα σημείο. Να μην περνάω πόρτες. Να μην κουνιέμαι. Για τον λόγο αυτό έχω μπάνιο, τουαλέτα, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα σε ένα δωμάτιο. Όταν αναγκάζομαι – με τρόμο – να βγω έξω από το σπίτι, εφοδιάζομαι με σύνεργα και αντικείμενα που θα μου χρησιμεύσουν σε ένα πιθανό, ακαριαίο “ταξίδι”. Έχω λοιπόν μαζί μου φακό, ξηρά τροφή, νερό, σφυρίχτρα (μια φορά βρέθηκα κάτω από τα ερείπια ενός σπιτιού που είχε καταρρεύσει από σεισμό), σουγιά, βαριά ρούχα (μπορεί να βρεθώ στην κορυφή χιονισμένου βουνού), σωσίβιο (ναι, έχω βρεθεί και στον πάτο της θάλασσας) και αρκετά χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής.

Δεν ξεμυτίζω λοιπόν από το σπίτι μου. Οι γείτονες και οι φίλοι μου νομίζουν ότι απλώς πάσχω από αγοραφοβία και κατάθλιψη και έχω εφεύρει αυτήν την ιστορία για να δικαιολογήσω την κατάσταση μου. Που να ξέρουν ότι υπό το κράτος της κατάθλιψης δεν μπορείς να εφεύρεις ιστορίες...

Γελωτοποιός

Εντελώς αναπάντεχα ο γελωτοποιός του βασιλιά έπεσε σε δυσμένεια.
Κανείς δεν ξέρει σε τι οφείλεται αυτή η ξαφνική μεταστροφή του ηγεμόνα. Εφόσον ούτε πόλεμος επίκειται, ούτε κάποια οικονομική καταστροφή έχει συμβεί. Πάντως όλα τα καινούργια ανέκδοτα, οι γκριμάτσες, τα σόκιν αστεία πάνε στο βρόντο. Ο Βασιλιάς είναι πάντα σκυθρωπός και δεν γελάει με τίποτα. Στέκεται ακίνητος και κοιτάει πάντα το κενό.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει ρίξει ψυχολογικά τον γελωτοποιό, που αντιμετωπίζει τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του υπαρξιακό πρόβλημα. Τι νόημα έχει να είναι γελωτοποιός, όταν δεν προκαλεί πλέον γέλιο;

Έτσι ο αστείος ανθρωπάκος αποφάσισε να δώσει μια τελευταία παράσταση και στο φινάλε να αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια του κυρίου του.
Η παράσταση δόθηκε. Δεν ακούστηκε άχνα γέλιου. Στο τέλος, όπως το σχεδίαζε, ο γελωτοποιός έβγαλε ένα πιστόλι και βάζοντας το στο στόμα, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Ούτε τότε αντέδρασε ο βασιλιάς.

Κάποιοι λένε ότι και αυτός είχε πεθάνει από καιρό. Και τον είχαν βαλσαμώσει.

Πηγάδι

Εδώ και μήνες ζω σε ένα πηγάδι. Έπεσα μέσα όταν έσκυψα να δω – από περιέργεια – τον πάτο του. Έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα. Ευτυχώς “προσγειώθηκα” στο νερό και έτσι δεν έσπασα τίποτα. Πέρασα τις πρώτες μέρες ουρλιάζοντας για βοήθεια. Αλλά δεν με άκουγε κανείς. Οι πρώτες μέρες ήταν σκέτη απελπισία. Το νερό δεν μου έλειψε, αλλά πεινούσα τρομερά. Τα βράδια κοιτούσα τους αστερισμούς που προβάλανε από το στόμιο του πηγαδιού και αποκοιμόμουνα σε μια σχετικά στεγνή εσοχή των τοιχωμάτων.

Γρήγορα διαπίστωσα ότι στο πηγάδι δεν ήμουν μόνος. Ένα σωρό μικρά πλάσματα χρησιμοποιούσαν την φυλακή μου ως ενδιαίτημα. Βατράχια, φρύνοι, αράχνες, μυγάκια ακόμα και μικρά ψάρια και σαύρες. Η αλληλεπίδραση όλων αυτών των ζωαρίων ήταν αξιοθαύμαστη. Παρατήρησα ότι τα βατράχια τρώγανε τις αράχνες, οι αράχνες τα μυγάκια, οι σαύρες τα αυγά της μύγας και τα μικρά βατράχια. Κανείς εδώ δεν πέθαινε από πείνα. Η ανήλιαγη ειρκτή μου προνοούσε σαν καλή μήτρα για την βιωσιμότητα της πανίδας της! Δεν είχα παρά να βρω και γω την θέση μου σε κάποια βαθμίδα της τροφικής αυτής αλυσίδας.

Έτσι έλυσα το πρόβλημα της λιμοκτονίας. Έπρεπε όμως να είμαι προσεκτικός ώστε να μη διαταράξω την φυσική ισορροπία. Έτρωγα λίγο από κάθε είδος, προσέχοντας να μην κάνω διακρίσεις ανάμεσα σε αρσενικά και θηλυκά.


Μετά από λίγο καιρό, και ενώ είχα αρχίσει να συνηθίζω, ακόμα και να απομυζώ κάποιο είδος ηδονής μένοντας εκεί, συνέβη κάτι ανέλπιστο. Εκεί που καθόμουν και ρέμβαζα κοιτώντας τα σκοτεινά νερά, άκουσα έξω από το στόμιο του πηγαδιού ανθρώπινες ομιλίες, που πλησίαζαν. Ήταν μια κοπέλα και ένας νεαρός, ερωτευμένοι μάλλον, που βλέποντας ένα πηγάδι στην μέση του πουθενά ήρθαν να κάνουν μια ευχή και να πετάξουν ένα κέρμα, όπως συνηθίζεται. Μια παλιά μου αταβιστική συνήθεια με έκανε να κουρνιάξω και να περιμένω λίγα λεπτά, χωρίς να δώσω σημείο ζωής. Πάντα όταν ακούς ανθρώπους να πλησιάζουν πρέπει να παίρνεις αμυντική στάση, ακόμα και αν βρίσκεσαι σε μια τόσο δυσχερή θέση, όπως η δική μου. Η προνοητικότητα μου δεν με πρόδωσε τελικά. Το ζευγάρι πάνω στην παραφορά του έρωτά του, ξεμυαλισμένο από ευφορία και φρούδες ελπίδες για το μέλλον πέταξε πολλά κέρματα στο πηγάδι μου, καθώς ο νεαρός και η κοπέλα συναγωνίζονταν σε ευχές για την πορεία της σχέσης τους. Αυτό με έκανε να κουρνιάξω ακόμα πιο βαθιά στην κρυψώνα μου. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει δουλέψει ποτέ και ποτέ δεν έχει βγάλει χρήματα. Ξαφνικά διέβλεπα μπροστά μου μια καινοφανή επιχειρηματική ευκαιρία. Υπήρχαν πολλά κορόιδα εκεί έξω που κανοναρχούνται από δεισιδαιμονίες και προλήψεις, έτοιμα να πετάξουν τα λεφτά τους οπουδήποτε εκπληρώνεται το μεταφυσικό τους βίτσιο... Έπρεπε μόνο να τους προσελκύσω στην τρύπα μου...


Και τότε μου ήρθε η θεία έμπνευσις. Με φωνή υπόκωφη και επιβλητική, συνεπικουρούμενη και από το φυσικό βάθος του πηγαδιού, μίλησα, παριστάνοντας το στοιχειό της πηγής. Προσπάθησα να έχω λίγη επιτήδευση στο λόγο μου, όπως έχουν συνήθως τα φαντάσματα και τα μέντιουμ. Και με τόνο αυστηρό, αλλά όχι πολύ απότομο – για να μην τους τρομάξω, ρώτησα τι θέλουν στα νερά μου και ταράζουν τον αιώνιο ύπνο μου. Όπως είναι φυσικό, οι ερωτευμένοι τα χρειάστηκαν και τραβήχτηκαν πίσω. Ο άφρων νεαρός, προφανώς για να αποδείξει στην κοπέλα του ότι δεν είναι δειλός, άρχισε να πετάει πέτρες και μεγάλα ξύλα στο πηγάδι μου. Γρήγορα όμως σταμάτησε και μπόρεσα να τους εξηγήσω ότι είμαι φιλικό και ευνοϊκό πνεύμα και γενικά πραγματοποιώ ευχές και μαντεύω το μέλλον. Αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ, άρχισαν να μου απευθύνουν κάθε είδους ερωτήσεις στις οποίες απαντούσα κατά το δοκούν. Η κοπέλα ρώτησε μέχρι και που βρίσκεται το χαμένο της καθρεφτάκι με τις διαμαντένιες πέτρες και γω τις υπέδειξα το πρώτο μέρος που μου ήρθε στο μυαλό: πίσω από το κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας. Πέταξαν μερικά κέρματα ακόμα, κατόπιν δικής μου εντολής και πήραν εκστασιασμένοι τον δρόμο του γυρισμού...


Την επόμενη μέρα ξύπνησα από ανήσυχες φωνές ανθρώπων που είχαν μαζευτεί έξω από το πηγάδι μου. Ήμουν αρκετά πεπεισμένος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Γεγονός μάλιστα που ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση μου ως μέντιουμ. Εκείνο το πρωινό τα κέρματα πέσανε βροχή, καθώς και οι ερωτήσεις για θέματα ερωτικά, επαγγελματικά, υγείας... Και με απληστία νεοφώτιστου απαντούσα σε όλους απρόσκοπτα, αφήνοντας την διαίσθηση μου να οργιάζει.


Αυτό συνεχίστηκε, με μόνη διαφορά ότι το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Για να αποφευχθεί η χάβρα, οι εντάσεις και ο πανικός πρόσταξα τους “πελάτες” μου να καταρτίσουν λίστα προτεραιότητας. Έχρισα βοηθούς μου και φερέφωνα μου στον έξω κόσμο, το ζευγάρι εκείνο που ευεργέτησα πρώτο με τις μαντείες μου, και δεν έπαψε από την μέρα εκείνη να επισκέπτεται το πηγάδι μου και να ζητάει τις συμβουλές μου – πάντα με το αζημίωτο.


Οι δουλειές πήγαιναν καλά. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το πηγάδι μου είχε γεμίσει κέρματα και λίρες. Είχα σκοπό να μαζέψω λίγα χρήματα ακόμα και μετά με την βοήθεια των συνεργατών μου (που ακόμα βέβαια δεν είχαν ενημερωθεί για τα σχέδια μου – είναι πάντα καλύτερο να κρατάς τους υφισταμένους σου στο σκοτάδι) να φύγω. Βέβαια όπως πάντα σε αυτές τις ιστορίες, κάτι πάει στραβά και πρέπει να αναπροσαρμόσεις τα πλάνα σου.


Ήταν χαράματα όταν η τρομαγμένη φωνή της “υπαλλήλου” μου με ξύπνησε. “Πνεύμα του πηγαδιού!” φώναξε, “Σήμερα θα ρθει ο Επίσκοπος με τους ανθρώπους του για να κλείσουν με τσιμέντο το πηγάδι σου. Αλλά τι στο λέω; Θα το ξέρεις ήδη!..” Τινάχτηκα σα να με χτύπησε κεραυνός. “Τι;! Και γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;” ρώτησα έντρομος. “Ο Επίσκοπος λέει ότι το πηγάδι είναι στοιχειωμένο. Και ότι εσύ είσαι δαίμονας! Είσαι;” “Όχι βέβαια! Τι ναι όλα αυτά;” “Δεν ξέρω. Εγώ ήρθα απλά να σε προειδοποιήσω! Αν και είμαι σίγουρη ότι γνωρίζεις τις κινήσεις τους. Φεύγω τώρα! Αν με βρουν εδώ χάθηκα!” “Κάτσε!” φώναξα, αλλά είχε ήδη απομακρυνθεί. Την είχα άσχημα λοιπόν. Όχι μόνο πήγαινε στράφι δουλειά μηνών, αλλά θα ενταφιαζόμουν εδώ ζωντανός νεκρός. Κάτι έπρεπε να κάνω. Αλλά τι; Μπόρεσα να ξεγελάσω όλους αυτούς τους μωρόπιστους, αλλά θα ήταν αδύνατο να τα καταφέρω με τον Επίσκοπο. Αυτός ήταν γεράκι. Και εξάλλου έκανε λίγο πολύ την ίδια δουλειά με μένα. Σίγουρα φοβήθηκε τον ανταγωνισμό. Για αυτό θέλει να με ξεπαστρέψει.


Ξαφνικά άκουσα ποδοβολητά αλόγων. Είχαν έρθει. Τους άκουσα να ξεπεζεύουν και να ετοιμάζουν το τσιμέντο. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να παραδεχτώ την ήττα μου και να προσπαθήσω απλώς να μετριάσω τις συνέπειες. Άρχισα να φωνάζω ότι είμαι άνθρωπος, παγιδευμένος μήνες εδώ. Πως δεν έχω καμία σχέση με πνεύματα και δαιμόνους. Σταμάτησαν να με ακούσουν. Τότε άκουσα την σφυριχτή φωνή του Δεσπότη να τσιρίζει αμείλικτα: “Συνεχίστε. Λέει ψέμματα.” Και επέστρεψαν στις εργασίες τους...


Τότε ακούστηκαν και άλλοι αναπάντεχοι θόρυβοι. Αέρας που σχίζεται από βέλη, κούφια βήματα, μαχαίρια που μπήγονται σε κορμιά, κραυγές και βρισιές. Ήχοι μάχης. Και σε λίγο απόκοσμη ησυχία. Η φωνή που άκουσα τώρα ήταν η οικεία και γλυκιά φωνή της υπαλλήλου μου: “Πνεύμα είσαι καλά;” Κανονικά ενώπιον της δεν θα διακινδύνευα να ρωτήσω τι έγινε εκεί έξω (θα έπρεπε να δείξω ότι γνωρίζω), αλλά λόγω της ταραχής παραμέρισα τους ενδοιασμούς μου και ζήτησα να πληροφορηθώ με κάθε λεπτομέρεια. Αυτή μου απάντησε ότι όλοι οι ευεργετηθέντες κάτοικοι της πολίχνης, με το που έμαθαν τι πρόκειται να μου συμβεί, έσπευσαν να με βοηθήσουν και πάνω στη μανία της συμπλοκής, σκότωσαν τον Μητροπολίτη και τους άντρες του. “Το ήξερα” είπα μόλις τελείωσε, προκαλώντας όπως θέλω να φαντάζομαι ρίγη στις ραχοκοκαλιές των πιστών μου.


“Τι θα γίνει από δω και πέρα;” ρώτησε η καλή μου υπάλληλος. Έκλεισα τα μάτια και έπεσα σε διαλογισμό. Είδα τα σπίτια της πολίχνης καμένα, τους κάτοικους σταυρωμένους, τις γυναίκες βιασμένες, τις περιουσίες τους λεηλατημένες, από τις δυνάμεις του Αρχιεπισκόπου και του Κράτους – που σύντομα θα έρχονταν να αποκαταστήσουν την τάξη. Η οργή τους θα έπεφτε με σιδερένια πυγμή πάνω στους ανίσχυρους και αφελείς χωρικούς. “Όλα θα πάνε καλά” είπα.


Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Ασουμία


Κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό, βορειο-δυτικά της νέας Ζηλανδίας βρίσκεται μια ενάλια χώρα που εξερευνήθηκε και χαρτογραφήθηκε από Αμερικανούς φοιτητές του τμήματος εθνολογίας του Πανεμιστημίου Πρίστον και τους καθηγητές τους, πριν από τέσσερις περίπου δεκαετίες..Οι συλλογικές εργασίες των φοιτητών, που έγιναν υπό την εποπτεία των καθηγητών Bim Norton και Jason Bleik «χάθηκαν» κατά παράδοξο και αινιγματικό τρόπο αμά τη καταθέσει τους στην βιβλιοθήκη της σχολής. Το σκανδαλώδες γεγονός αποσιωπήθηκε από τον τύπο της εποχής...

Πληροφορίες, όμως, και αποσπάσματα αυτών των εργασιών, που σύμφωνα με τους συντάκτες τους θα δημιουργούσαν σάλο στο ακαδημαϊκό κατεστημένο, μόλις δημοσιεύονταν, έφτασαν, με ανεκδοτολογική, έστω, μορφή, ως τις μέρες μας. Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται σε αυτό το υλικό και σε προσωπικές μαρτυρίες φοιτητών που συμμετείχαν σε κείνη την έρευνα (και για ευνόητους λόγους επέλεξαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους).

Όπως προείπα, πριν την επίσκεψη των Αμερικάνων φοιτητών, η επαφή των ντόπιων με άλλους ανθρώπους πέρα από τα όρια της επικράτειάς τους, ήταν ανύπαρκτη. Οι κάτοικοι των γειτονικών νησιών, πίστευαν ότι η νήσος ήταν ακατοίκητη, αν και διάφοροι περίεργοι μύθοι και αντιφατικές ιστορίες ακούγονταν για αυτήν κατά καιρούς.

Το όνομα της νήσου είναι Καρνές, αλλά η ντόπιοι την ονομάζουν Ασουμία (που στη γλώσσα τους σημαίνει κάτι σαν «ακουστική»). Η χλωρίδα και πανίδα της νήσου δεν παρουσιάζει κάποια αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με άλλα νησιά της ευρύτερης περιοχής. Ένα κεντρικό (σβησμένο) ηφαίστειο δεσπόζει έναντι των υπολοίπων βουνών και υψωμάτων. Η βλάστηση είναι οργιαστική γύρω από αυτό, αλλά πιο αραιή σε άλλες περιοχές του νησιού (που δε θα τις χαρακτηρίζαμε όμως και άγονες),

Οι κάτοικοι (περίπου 10.000) ανήκουν πιθανόν σε κάποιο παρακλάδι της φυλής των Μαορί. Ζούνε σε μικρές κοινότητες, η βασική οργάνωση των οποίων δεν διαφέρει πολύ από την ανάλογη κοινωνική και πολιτική οργάνωση των γειτονικών νησιών.

Η γλώσσα τους όμως παρουσιάζει αξιοσημείωτο ενδιαφέρον.

Πρώτα από όλα χρησιμοποιούν ένα είδος νοηματικής γλώσσας για την καθημερινή τους επικοινωνία, που συνδυάζεται με άναρθρες κραυγές. Είναι ένας κώδικας ιδιαίτερα απλός και εύληπτος που στηρίζεται στην παντομίμα και στην παραστατικότητα και χρησιμοποιείται σε όλες της κοινωνικές εκδηλώσεις των ντόπιων : στο εμπόριο, στο ψάρεμα, στο κυνήγι, στις ανθρώπινες σχέσεις, στο νοικοκυριό, γενικότερα στη καθημερινή τους επικοινωνία.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν κατά τους μελετητές τα νανουρίσματα, τα παραμύθια, και τα τραγούδια των κατοίκων (τα οποία, όπως μπορεί να εικάσει κανείς, δεν είναι τραγούδια, αλλά χοροί!). Εξίσου μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λόγοι των πολιτικών τους. Αυτοί συναγωνίζονται μεταξύ τους σε θεατρικότητα και εντυπωσιασμό. Μετέρχονται μεγαλοπρεπείς και υπερβολικές κινήσεις για να πείσουν τους, πάντα επιφυλακτικούς, ψηφοφόρους. Το πολίτευμα στην Ασουμία είναι ένα είδος άμεσης συμμετοχικής δημοκρατίας. Περιττό να αναφέρουμε ότι ψηφίζουν σηκώνοντας απλά το ένα τους χέρι ψηλά.

Οι μελετητές αφιέρωσαν εκτενή κεφάλαια στον περίεργο λεκτικό κώδικα των Ασουμιανών. Κάποια από τα συμπεράσματά τους είναι τα εξής: οι Ασουμιανοί διαθέτουν γλώσσα και μάλιστα πολύ πλούσια, πολύ σύνθετη και με πολύ μακρά ιστορία, αλλά αρνούνται να την χρησιμοποιήσουν (!). Θεωρούν τον προφορικό λόγο ύβρη και κατάρα, που συσπειρώνει τα κακά πνεύματα γύρω από αυτόν που τον εκφέρει. Σύμφωνα με την (τόσο ιδιαίτερη) μυθολογία τους, δαίμονες, δολιοποιά πνεύματα, και σκοτεινές οντότητες ζούνε σε έναν παράλληλο κόσμο με τον δικό μας, σε μια άλλη διάσταση. Δίκτυο επικοινωνίας των δυο κόσμων είναι ο προφορικός λόγος. Είναι τόσο καθολική η δεισιδαιμονία τους στο θέμα αυτό, που τιμωρούν με ασυνήθιστα βαριές ποινές κάποιον που θα παραβεί τον άτυπο νόμο σιωπής που επιβλήθηκε, λένε, από τα αρχαία χρόνια. Πιστεύουν ότι ακόμα και μια λέξη, αρθρωμένη από το στόμα κάποιου νηπίου, είναι ικανή να αποτελέσει γέφυρα ανάμεσα στους δύο κόσμους, να ανοίξει πύλες, να γίνει δρόμος για τη διέλευση δαιμονικών όντων....

Σε αυτό το σημείο πρέπει να πούμε ότι στην μυθολογία-θρησκεία των Ασουμιανών δεν υπάρχει Θεός. Θεωρούν ότι ο άνθρωπος είναι η μόνη αγαθοποιός δύναμη στο σύμπαν (θεωρούν τον άνθρωπο εκ φύσεως καλό, ανίκανο να πράξει συνειδητά το κακό). Βέβαια πιστεύουν ότι στο σύμπαν υπερτερεί συντριπτικά το κακό. Ο άνθρωπος είναι ουσιαστικά ανίσχυρος απέναντι σε αυτή την παντοδυναμία, απροστάτευτος, ηττημένος, έρημος. Παρόλα αυτά, οι σκοτεινές τους μεταφυσικές δοξασίες δεν τους κάνει να στερούνται τις απλές χαρές της ζωής. Οι Ασουμιανοί είναι λαός φιλήσυχος και ειρηνικός. Ο τεράστιος μεταφυσικός τους τρόμος τους κάνει να προσκολλώνται με τρομερή ένταση στην ηδονή, στον έρωτα, το σεξ. Δεν έχουν σεξουαλικά ταμπού. Η αιμομιξία, για παράδειγμα, θεωρείται πολύ φυσιολογική ερωτική έκφραση. Ενώ το σεξ σε δημόσιους χώρους είναι τόσο συνηθισμένο και καθημερινό φαινόμενο, που πραγματικά σόκαρε τους Αμερικανούς φοιτητές όταν πρωτοπάτησαν το πόδι τους σε αυτή την τελευταία (;) άγνωστη νήσο του πλανήτη μας. Ένα άλλο πικάντικο σημείο της ερωτικής ελευθεριότητας των Ασουμιανών, είναι ότι στα σχολεία ο αυνανισμός διδάσκεται ως πρωτεύον μάθημα. Επίσης, να αναφέρουμε ότι ούτε η παιδεραστία θεωρείται έγκλημα...

Για ότι κακό γίνεται στον κόσμο και την κλειστή τους κοινωνία, όπως είπαμε, θεωρούν ένοχους τους δαίμονες, που παρεισφρήσαν στην διάστασή μας μέσα από τον δίαυλο του προφορικού λόγου. Η άποψή τους για τον γραπτό λόγο είναι ακόμα πιο διαταραγμένη. Στη θέα ενός βιβλίου, ή μιας γραμμένης σελίδας νιώθουν φρίκη και ίλιγγο. Πιστεύουν ότι το γραπτό κείμενο είναι ένα μεταφυσικό συμβόλαιο ανάμεσα σε αυτόν που γράφει και τον δαίμονα ή τους δαίμονες που καλεί. Το «συμβόλαιο» αυτό ισχυροποιεί και μονιμοποιεί την παρουσία των σατανικών οντοτήτων στον κόσμο μας. Όταν οι Αμερικανοί φοιτητές βγάλαν τετράδια και στυλό για να κρατήσουν σημειώσεις για τις μελλοντικές τους εργασίες, είδαν προς μεγάλη τους έκπληξη, τους μέχρι εκείνη τη στιγμή ήσυχους και φιλικούς Ασουμιανούς να τρέπονται φίρδην μίγδην σε φυγή, και να κρύβονται σε τρύπες κάτω από τη γη. Ενώ άλλοι πιο τολμηροί τους επιτέθηκαν κιόλας, με τον τρόπο που επιτίθενται οι Ασουμιανοί και διεξάγουν τις μάχες τους, φτύνοντας δηλαδή. Καλός πολεμιστής λογαριάζεται όποιος μπορεί να εκτοξεύσει μακρύτερα το σάλιο του και να βάλλει από απόσταση τους αντιπάλους.

Κάποιοι ψυχολόγοι της ερευνητικής ομάδας υπέθεσαν ότι, αφού το σάλιο θεωρείται όπλο και ο λόγος μίασμα, υπάρχει μια περίεργη συλλογική ψυχολογική φόρτιση που σχετίζεται με την στοματική κοιλότητα των κατοίκων αυτής της νήσου, μια συλλογική ψύχωση. Βάλθηκαν να αποσαφηνίσουν το ζήτημα χρησιμοποιώντας μεθόδους που βρήκαν πάγια αντίθετο τον καθηγητή Bim Norton (τότε μάλιστα χρονολογείται και η πρώτη αποσχισματική τάση της ομάδας, που οδηγήθηκε αργότερα σε πλήρη ρήξη). Άρχισαν να εξετάζουν τα στόματα των κατοίκων, τα δόντια, τη γλώσσα, τον ουρανίσκο. Τους υπέβαλαν σε πειράματα, πρωτότυπα μεν, αλλά αμφισβητούμενης επιστημονικότητας. Για παράδειγμα παρατηρούσαν και κατέγραφαν τον τρόπο που κάναν στοματικό έρωτα, που τρώγαν, που φιλούσαν, που δάγκωναν. Ένα αξιομνημόνευτο συμπέρασμα βγαίνει από τον τρόπο που ορίζουν οι ασουμιανοί την απόλυτη ευτυχία. Η νοηματική κίνηση που χρησιμοποιούν για να την ορίσουν είναι ο συμβολισμός της σεξουαλικής πράξης που εμείς οι δυτικοί ονομάζουμε 69.

........

Συνεχίζοντας, έστω με δυσκολίες τις έρευνες στην άγλωσση νήσο, οι Αμερικανοί φοιτητές, διαπίστωσαν, προς μεγάλη τους ανακούφιση, ότι η τεράστια προκατάληψη των Ασουμιανών απέναντι στη γλώσσα, περιοριζόταν στην δική τους μυστική διάλεκτο. Θεωρούσαν ακίνδυνες τις υπόλοιπες γλώσσες του κόσμου. Έτσι πολύ γρήγορα κάποιοι απ' τους ντόπιους έμαθαν Αγγλικά, με αποτέλεσμα η έρευνα των φοιτητών να καλπάσει με πολύ γρηγορότερο ρυθμό.

Σε κείνη τη χρονική στιγμή, κι ενώ το πανεπιστήμιο είχε ενημερωθεί για την πορεία της έρευνας και τα ενδιαφέροντα πορίσματα της, οι καρεκλοκένταυροι του Πρίστον ζήτησαν από την ομάδα να εγκαταλείψει το νησί και να επιστρέψει πίσω στις Η.Π.Α. Διέκοψαν μάλιστα πάραυτα τη χρηματοδότηση. Η ερευνητική ομάδα θορυβήθηκε έντονα και βρέθηκε μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα. Ο καθηγητής Bim Norton, ενοχλημένος ούτως ή άλλως με τις μέχρι τώρα ερευνητικές πρακτικές, αποφάσισε να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις των ανωτέρων του. Μαζί του πήγαν και μερικοί φοιτητές (περισσότερο για να μη διαταράξουν τις σχέσεις τους με τον καθηγητή τους, παρά από πεποίθηση). Οι υπόλοιποι συνέχισαν με αμείωτο ζήλο την ερευνητική δραστηριότητα. Καθώς όμως διακόπηκε η χρηματοδότηση, έπρεπε τώρα να αντιμετωπίσουν και προβλήματα επιβίωσης. Αποφάσισαν να ασκήσουν κάποιο από τα διαδεδομένα επαγγέλματα του νησιού. Έτσι σιγά σιγά μπήκαν όλοι στην τοπική παραγωγική αλυσίδα. Άλλος έγινε ψαράς, άλλος κυνηγός, άλλος δάσκαλος. Ο καθηγητής Jason Bleik, μοναδικός επικεφαλής της έρευνας πλέον, αποφάσισε να πολιτευτεί. Οι πολιτικοί στην Ασουμία, όπως και παντού, τρώνε με χρυσά κουτάλια.

Βέβαια, για να είναι αποτελεσματικοί στις επαγγελματικές τους υποχρεώσεις, έπρεπε να μάθουν καλά την ασουμιανή νοηματική γλώσσα και να ενστερνιστούν κατά κάποιο τρόπο τα ήθη και έθιμα των ντόπιων, πράγμα που έκαναν με ανεπιτήδευτο ενθουσιασμό. Στους μήνες που πέρασαν, οι Αμερικανοί φοιτητές και ο καθηγητής τους, σχεδόν αφομοιώθηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό. Ενδύματα, συνήθειες, γλώσσα, συμπεριφορά, όλα έγιναν ασουμιανά. Δεν ξαναγύρισαν ποτέ στο δυτικό πολιτισμό.

Στην άλλη πλευρά του Ειρηνικού όμως ο καθηγητής Bim Νορτον δεν έμεινε αδρανής. Αφού έχασε την έδρα του στο Πρίστον χωρίς καμία εξήγηση, και αφού κατάφερε να σωθεί από δυο απόπειρες δολοφονίας που έγιναν εναντίον του, βρήκε ένα κρυσφήγετο κάπου στην Οκλαχόμα και από εκεί συνέχισε, μόνος τις έρευνές του. Τα συμπεράσματά του αναλύονται σε ένα βιβλίο που έβγαλε λίγα χρόνια αργότερα (με ψευδώνυμο), με τον τίτλο “Η παγμόσμια Συνομωσία των Κωφαλάλων”. Σε αυτό το, εξαιρετικά δυσεύρετο σήμερα, πόνημα, διατείνεται ούτε λίγο ούτε πολύ ότι μια πανίσχυρη μυστική αδελφότητα, με πνευματικό της λίκνο την Ασουμία (!) κατεργάζεται την υπονόμευση και την καταστροφή της γλώσσας! Μέλη αυτής της αδελφότητας είναι οι απανταχού κωφάλαλοι, οι οποίοι, σύμφωνα με τη θεωρία του πρώην καθηγητή, δεν είναι πραγματικά κωφάλαλοι, προσποιούνται τους κωφάλαλους, αρνούνται τον προφορικό λόγο, και έχουν υιοθετήσει την νοηματική για την καθημερινή τους επικοινωνία – κατά το πρότυπο των δασκάλων τους, των Ασουμιανών...

Όπως είναι αναμενόμενο, το βιβλίο αντιμετώπισε τον περίγελο σύσσωμης της ακαδημαϊκής κοινότητας, ενώ σταδιακά περιθωριοποιήθηκε και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία.

Λίγα χρόνια αργότερα ο Bim Norton επανήλθε δριμύτερος με ένα ακόμη βιβλίο, που έχει τίτλο “Κωφάλαλος Θεός”. Σε αυτό αποσαφηνίζει κάποια σκοτεινά σημεία της θεωρίας του, ενώ επεκτείνεται και σε μεταφυσικά πεδία, προσπαθώντας να περιγράψει και να ορίσει την ουσία του θείου όντος. Στο βιβλίο αυτό, φτάνει σε βλάσφημα και αιρετικά συμπεράσματα, χρησιμοποιώντας πολλά στοιχεία από την μυθολογία και κοσμολογία των Ασουμιανών. Ισχυρίζεται ότι ο Θεός είναι ον κωφάλαλο. Δημιούργησε τον κόσμο, εποπτεύει τον κόσμο και παρεμβαίνει κατά το δοκούν στο δημιούργημά του, αλλά αδυνατεί να ακούσει και να μιλήσει. Για την επικοινωνία με τους ανθρώπους χρησιμοποιεί μια δικιά του νοηματική γλώσσα ( το αρχέτυπο της ασουμιανής νοηματικής). Τις προσευχές και τις κατάρες, σύμφωνα με τον πρώην καθηγητή, τις ακούει μόνο ο διάβολος. Ενώ περιπτώσεις που ο Θεός μίλησε, υποτίθεται, στους ανθρώπους (όπως στην περίπτωση με τις δέκα εντολές του Μωυσή ή στη φωνή που άκουσε ο Σαούλ και έγινε απόστολος Παύλος) είναι κατά τον συγγραφέα καθαροί εμπαιγμοί του διαβόλου, εφόσον μόνο αυτός μπορεί να χειρίζεται τη γλώσσα.

Και αυτό το βιβλίο “εξαφανίστηκε” πολύ γρήγορα από την αγορά. Στις μέρες μας θεωρείται συλλεκτικό.

Ο Bim Νorton, σύμφωνα με μαρτυρίες μαθητών του (που συνέβαλαν τα μέγιστα για τη συγγραφή αυτού του άρθρου), πέθανε χτυπημένος από μια σπάνια ασθένεια που τον έκανε να χάνει βαθμιαία την ακοή και τη φωνή του. Φυσικά κανείς από τον στενό κύκλο των μαθητών του δεν το θεώρησε σύμπτωση. Τα τελευταία του χρόνια επικοινωνούσε με το περιβάλλον του χρησιμοποιώντας νοηματική. Δεν μπορούσε να γράψει γιατί ξεχνούσε την μορφή και το νόημα των λέξεων. Λέγεται μάλιστα ότι υπαγόρεψε έτσι το τελευταίο aτου βιβλίο στους πιστούς μαθητές του, το οποίο, όμως, δεν είδε ποτέ το φως της δημοσιότητας.

Για πολύ καιρό η ασουμιανή υπόθεση παρέμενε άγνωστη στο ευρύ κοινό. Με αυτό το άρθρο φιλοδοξούμε να φωτίσουμε πτυχές αυτής της παράδοξης υπόθεσης και να πυροδοτήσουμε γόνιμο δημόσιο διάλογο.

Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Γεννήτωρ


...Πριν τρία χρόνια έφυγα από το προηγούμενο σπίτι μου. Το μαύρο σπίτι. Το ονομάζω μαύρο με περιπαικτική διάθεση. Δεν ήταν καθόλου μαύρο στην πραγματικότητα. Μια ξύλινη καλύβα ήταν. Δεν θυμάμαι καν το χρώμα της – ποτέ δεν το πρόσεξα. Αλλά είναι όπως λέμε “ο λευκός Πύργος” ή “η μαύρη θάλασσα”. Δεν μιλάμε για την χρωματική ποιότητα με αυτούς τους προσδιορισμούς... Για κάτι άλλο μιλάμε. Για κάτι πιο ουσιαστικό.

Τέλος πάντων είχα συνηθίσει εκεί. Δεν ήμουνα καλά, αλλά είχα συνηθίσει. Τι εννοώ δεν ήμουνα καλά: Δεν είχα κανέναν να με φροντίζει. Αυτό σημαίνει δεν ήμουνα καλά Και αν δεν έχω κάποιον να με φροντίζει δεν μπορώ να είμαι καλά. Όχι επειδή είμαι κακομαθημένος ή ανασφαλής. Απλά υπήρξα ανίκανος να φροντίσω εγώ τον εαυτό μου. Εντελώς ανίκανος. Αν κάποιος με άφηνε χωρίς ψωμί και χωρίς νερό, δεν υπήρχε περίπτωση να μεριμνήσω εγώ από μόνος μου για αυτά τα αγαθά... Προτιμούσα να πεθάνω παρά να κάνω μια πράξη. Θα αναρωτιέσαι πως ζούσα λοιπόν. Αυτό είναι ένα από τα μυστικά μου. Το ενδιαίτημά μου ήταν παραθαλάσσιο και είτε το πιστεύεις είτε όχι οι γλάροι μου έφερναν ψωμί και νερό. Για την ακρίβεια δεν έφερναν σε μένα, αλλά στα νεογνά τους που περίμεναν στις φωλιές έξω από το σπίτι μου. Ξάπλωνα λοιπόν και γω δίπλα στις φωλιές, άνοιγα το στόμα μου και περίμενα. Οι γλάροι κουβαλούσαν στο ράμφος τους κονσέρβες, κομμάτια κρέας, τυρί και διάφορες άλλες λιχουδιές που δυστυχώς τις περισσότερες φορές είχαν μια ταγκή γεύση επειδή τις είχαν περισυλλέξει από σκουπιδότοπους και ήταν χαλασμένες, αλλά παρόλα αυτά θρεπτικές. Έτσι επιβίωνα μόνος μου. Με τα κομμάτια που ξέπεφταν από τις φωλιές κατευθείαν στο στόμα μου. Αν μπορεί αυτό να ονομαστεί επιβίωση. Παρόλα αυτά κάλυπτα τις βασικές ανάγκες μου και επιζούσα. Ήμουν λιτοδίαιτος και αυτάρκης.

Η βασική μου ασχολία εκεί ήταν να κοιτάζω την θάλασσα. Το ποιο όμορφο θέαμα του κόσμου, αν εξαιρέσουμε τον έναστρο νυχτερινό ουρανό! Και ακόμα μία ασχολία μου ήταν – σήμερα ντρέπομαι να μιλάω για αυτήν! - η στιχουργική. Έγραφα στίχους πάνω στην βρεγμένη άμμο. Και σκεφτόμουν. Αν γράψω έστω και έναν στίχο που αξίζει, που αιχμαλωτίζει μέσα στην ρίμα του την αληθινή ομορφιά του κόσμου, που αγγίζει κάτι από την κρυφή ουσία του σύμπαντος, η θάλασσα θα τον σεβαστεί. Θα κρατήσει το κύμα της και δε θα τον σβήσει. Περιττό να αναφέρω ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Οι νόμοι της παλίρροιας και των ρευμάτων δεν καταλύθηκαν ούτε μία στιγμή για χάρη της τέχνης μου. Αυτό σημαίνει ή ότι δεν έγραψα ποτέ τον κατάλληλο στίχο ή ότι η θάλασσα κωφεύει στις παρακλήσεις των ποιητών. Όπως είπα, νιώθω μια βαθιά συστολή να μιλάω για αυτά τα θέματα...Δε θέλω να φανώ κοινότοπος αλλά.... είναι γνωστή η αντιμετώπιση του κόσμου απέναντι σε αυτούς που στιχουργούν... τους θεωρούν μισότρελους τις περισσότερες φορές... και μάλλον έχουν δίκιο.

Ζούσα μια ειδυλλιακή ζωή. Δεν ήταν όλα τέλεια βέβαια. Αλλά σε εκείνη την έρημη παραλία, η ηρεμία και η σιωπή ήταν τόσο απόλυτη που κάποιες φορές ένιωθα σχεδόν ευτυχισμένος. Παρόλες τις αντιξοότητες του βίου μου, δεν έπαυα να ελπίζω σε καλύτερες μέρες και πολλές φορές έπλαθα όνειρα και φαντασιώσεις για το μέλλον. Ένας εξωτερικός παρατηρητής της ζωής μου θα νόμιζε ότι είμαι βαθιά δυστυχισμένος. Αλλά η αλήθεια απέχει πολύ από αυτό. Είχα συνηθίσει! Όπως και να ήταν οι συνθήκες ζωής μου εγώ είχα συνηθίσει! Και είχα μάθει να αντλώ ευχαρίστηση από πράγματα που σε άλλους φαίνονται τιποτένια. Όπως το να παρατηρείς τα σύννεφα ας πούμε, ή να βουτάς τα χέρια σου στον αφρό των κυμάτων, ή να ξαπλώνεις στην κρύα και υγρή άμμο. Μπορεί όλα αυτά να σου φαίνονται ανάξια λόγου... αλλά για μένα ήταν εμπειρίες χαράς και ευχαρίστησης.

Όλα αυτά ήταν προσωρινά όμως. Εκεί που νόμιζα ότι η ζωή μου θα συνεχιζόταν έτσι, αρμονικά και αθόρυβα, άρχισαν οι πόνοι. Φρικτοί πόνοι στο στομάχι. Που έρχονταν και έφευγαν απότομα χωρίς καμία προειδοποίηση. Μου λιάνιζαν τα σωθικά και η μόνη αντίδραση που μπορούσα να έχω, ήταν να αναδιπλώνομαι ξαπλωμένος σε στάση εμβρύου και να περιμένω να περάσουν, σφίγγοντας τα δόντια και τα μάτια για ώρες. Σφιγγόμουν τόσο πολύ που αργότερα όταν περνούσαν οι πόνοι ένιωθα πιασμένους όλους τους μύες μου. Καμιά φορά μην αντέχοντας άλλο βογγούσα και χτυπούσα με τα χέρια το πρόσωπό μου σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μετατοπίσω το κέντρο του πόνου. Το οποίο βρισκόταν στο στομάχι και επεκτεινόταν προς τα κάτω στα έντερα και στα γεννητικά όργανα και προς τα πάνω μέχρι τον θώρακα. Όλη αυτή η δοκιμασία κρατούσε κάποιες ώρες μπορεί και εικοσιτετράωρα και ύστερα σταδιακά εξασθενούσε, μέχρι που εξαφανιζόταν.

Στην αρχή νόμισα ότι πρόκειται για κάποια αρρώστια. Καρκίνος για να πονάει τόσο πολύ. Και συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι σε λίγο καιρό θα πέθαινα. Και μάλιστα θα πέθαινα με φρικτό τρόπο. Εφόσον δεν ήμουν διατεθειμένος να πάω στο νοσοκομείο και να ακολουθήσω κάποια θεραπεία. Αυτές οι σκέψεις επιβάρυναν ακόμα πιο πολύ την έτσι κι αλλιώς μελαγχολική φύση μου. Αλλά έκανα λάθος. Μετά από κάμποσες εβδομάδες δοκιμασίας και αγωνίας πρόσεξα ότι η κοιλιά μου άρχισε να φουσκώνει. Στην αρχή θεώρησα ότι είναι αποτέλεσμα της ιδιότυπης ασθένειας μου και δεν έδωσα σημασία. Όμως η κοιλιά συνέχισε να φουσκώνει. Και κάποια μέρα φωτίστηκαν όλα. Σε ένα διάλειμμα των τρομερών μου πόνων, ένιωσα κάτι να σαλεύει μέσα μου. Υπήρχε κάτι εκεί μέσα που μπορούσε να κινηθεί! Που μεγάλωνε, που άλλαζε θέση, που κλωτσούσε! Κατάλαβα αυτό που ήδη θα έχεις καταλάβει: ήμουν έγκυος.


Στην αρχή εξεπλάγην και εγώ ο ίδιος με αυτό το συμπέρασμα και δεν άργησα να το απορρίψω με κυνισμό και με αυτοσαρκαστική διάθεση. Αλλά η υποψία έμενε στο μυαλό μου. Και μέρα με την ημέρα γινόμουν όλο και ποιο σίγουρος ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Ναι! Κυοφορούσα ένα μωρό. Επρόκειτο προφανώς για κάποια ανωμαλία ή για να το πω καλύτερα για κάποιο ανέκδοτο της φύσης! Παρόλα αυτά ήταν αλήθεια. Έπρεπε να το αποδεχτώ. Πίστεψε με δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Όσο τρελό και αν ακούγεται.... Δεν μπορούσα παρά να το αποδεχτώ. Μετά από αυτήν την δύσκολη αποδοχή, η πεισιθάνατη διάθεσή μου άλλαξε άρδην. Είχα μια ζωή μέσα μου. Δεν είχα το δικαίωμα να την αφήσω να πεθάνει. Ήταν δικιά μου ευθύνη να μείνει ζωντανή. Είχε αφυπνιστεί στο βάθος της ψυχής μου ένα διεστραμμένο ένστικτο μητρότητας.

Πέρασαν αρκετοί μήνες έτσι. Αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις και αγωνίες. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως είχε συμβεί αυτό. Στο μεταξύ η κοιλιά μου ολοένα και πρηζόταν... Μια μέρα με έπιασαν φρικτοί πόνοι. Πολύ πιο έντονοι από αυτούς που είχα συνήθως. Ωδίνες σκέφτηκα. Πόνοι του τοκετού. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Γεννάω σκέφτηκα. Κάτι πρέπει να κάνω. Αν δεν πάω νοσοκομείο σίγουρα θα πεθάνω και εγώ και το παιδί. Και τότε πήρα την μεγάλη απόφαση. Έφυγα από το σπίτι με χίλιους κόπους και τρομερή προσπάθεια και βγήκα στον εθνικό δρόμο. Εκεί έκανα ωτοστόπ και στον πρώτο οδηγό που σταμάτησε ζήτησα να με πάει στο κοντινότερο νοσοκομείο. Φανταστείτε ότι δεν είχα ζητήσει ποτέ βοήθεια από άνθρωπο. Και τώρα ήμουνα έρμαιο στον οίκτο και στο έλεος του πρώτου τυχόντα. Αν αρνιόταν να με μεταφέρει, ήμουν έτοιμος να τον ικετεύσω κλαίγοντας. Σε τέτοια κατάσταση βρισκόμουν. Μετά έχασα τις αισθήσεις μου και όταν τις ξαναβρήκα βρισκόμουν σε ένα κρεβάτι με ρόδες, δεμένος και μπανταρισμένος με σωληνάκια και ορούς. Οι γιατροί που με εξέτασαν ακόμα δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το σοκ. Ήμουν πραγματικά έγκυος. Και με πηγαίναν εσπευσμένα στο χειρουργείο. Ελλείψει αιδοίου, θα έπρεπε να γεννήσω με καισαρική τομή. Εν τω μεταξύ η κοιλιά μου είχε φουσκώσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα σκάσει. Όλοι μου λέγανε να παίρνω βαθιές ανάσες. Η ολική νάρκωση που μου κάνανε δεν έπιασε και μισοζαλισμένος από το υπνωτικό και τους πόνους ήμουν ικανός να παρατηρώ τι γίνεται γύρω μου. Ήταν απίστευτο! Σε λίγο θα γεννούσα! Δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί τέτοιο ιατρικό παράδοξο στα χρονικά! Με ξαπλώσανε στο χειρουργικό κρεβάτι και με ένα νυστέρι μου άνοιξαν την κοιλιά. Και τότε βγήκε από μέσα μου – μωρό τερατώδες και παράξενο – ένας άνθρωπος λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα! Και καθώς οι νοσοκόμοι τον καθάριζαν από τις βλέννες και τα αίματα μπόρεσα να δω τα χαρακτηριστικά του που ήταν ίδια με τα δικά μου χαρακτηριστικά! Μάτια, στόμα, μύτη, πιγούνι ολόφτυστος εγώ! Ήταν ο καινούργιος μου εαυτός... Ο παλιός πέθανε στην γέννα..


Μόλις γεννήθηκα το μυαλό μου ήταν θολωμένο από τον επώδυνο τοκετό. Αλλά σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται. Οι γιατροί θέλησαν να με κρατήσουν στο νοσοκομείο για να μελετήσουν την περίπτωσή μου. Να με κάνουν πειραματόζωο. Για αυτό και το έσκασα. Αφού πρώτα έδωσα τρομερή μάχη με τους νοσοκόμους που προσπαθούσαν να με κρατήσουν με τη βία. Διαπίστωσα στην πράξη ότι σε αντίθεση με τον παλιό μου εαυτό ήμουν πολύ δυνατός και ήμουν σε θέση να υπερασπιστώ αποτελεσματικά την σωματική μου ακεραιότητα. Γεμάτος τυφλή λύσσα για αυτόν που με γέννησε πήγα και έκαψα το μαύρο σπίτι, κατέστρεψα τις φωλιές των γλάρων, και άρχισα να χτυπάω με μανία την θάλασσα.

Γυρίζω σαν αλήτης από δω και από κει. Κρύβομαι στις μεγαλουπόλεις και τρώω σχεδόν πάντα από τα σκουπίδια. Για το επίσημο κράτος δεν υπάρχω. Κανένα ληξιαρχείο δεν μπορεί να δεχτεί ότι είμαι γεννήτωρ του εαυτού μου. Ακόμα και σήμερα στην εποχή της κλωνοποίησης αυτό είναι αδιανόητο.

Γιατροί, με τη βοήθεια της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών ψάχνουν να με βρουν για να με μελετήσουν. Μαθαίνω ότι η περίπτωσή μου έχει πυροδοτήσει πόλεμο στον κόσμο της επιστημονικής κοινότητας. Εκπρόσωποι φεμινιστικών οργανώσεων λένε ότι είμαι απλώς αποκύημα φαλλοκρατικής προπαγάνδας. Ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει άνδρας που μπορεί να γεννήσει τον εαυτό του. Το διαψεύδω. Δεν πρόκειται για προπαγάνδα.

Αυτό που φοβάμαι τώρα είναι ότι η σωματική και ψυχική μου ευρωστία δεν θα κρατήσει για πολύ. Ήδη νιώθω προμηνύματα πόνου μέσα μου.... και σύντομα θα με συνταράξουν κύματα οδύνης... ενώ παρατηρώ ότι μέρα με την μέρα το στομάχι μου μεγαλώνει.. Ένα νέο πλάσμα μεγαλώνει μέσα μου. Και νιώθω ότι ούτε και γω θα επιβιώσω από τούτη την γέννα. Άραγε αυτός που θα γεννηθεί θα είμαι πάλι εγώ, αλλά λίγο διαφορετικός; Μπορεί ο καινούργιος να μην έχει καμία σχέση με αυτό που είμαι τώρα. Όπως εγώ δεν έχω καμία σχέση με τον προηγούμενο.

Με προσμονή, αγωνία και φόβο ζω αυτόν τον τοκετό.

Μόλις φτάσει η ώρα της γέννας, ξέρω πως δεν μπορώ να πάω στο νοσοκομείο... Θα σκίσω με ένα μαχαίρι την κοιλιά μου κι έτσι θα σε φέρω στον κόσμο καινούργιε μου εαυτέ. Να είσαι σίγουρος ότι εγώ θα πεθάνω μετά από αυτό. Για αυτό σου γράφω αυτά τα λίγα λόγια. Να ξέρεις τι σου γίνεται μόλις γεννηθείς.