Τετάρτη 25 Αυγούστου 2010

Νόσος του Τλον

Πολύ συχνά όταν διαβαίνω το κατώφλι μιας πόρτας (του σπιτιού μου, ενός δημόσιου κτηρίου, ενός μαγαζιού κτλ) βγαίνω σε μια άλλη πόλη, σε χωριό ή σε ακατοίκητο τόπο. Αυτή η κατάσταση αν και μου προξένησε στην αρχή τρομερή έκπληξη και θαυμασμό, πλέον θα την χαρακτήριζα μάλλον δυσάρεστη. Φανταστείτε ότι εκεί που είσαι έτοιμος να ξεμυτίσεις από το κατώφλι του σπιτιού σου και να ξεκινήσεις αμέριμνος την βραδινή σου βόλτα, να βρίσκεσαι ξαφνικά και ανεξήγητα μέσα σε έναν λασπότοπο, στην κορυφή ενός βουνού, στη μέση ενός χωραφιού με ηλιοτρόπια. Και υπάρχουν και χειρότερα. Ανοίγεις την πόρτα του δωματίου σου για να βγεις στο χολ, και στο επόμενο κλάσμα του δευτερολέπτου βρίσκεσαι στην τουαλέτα ενός αγνώστου σπιτιού, στον βόθρο μιας πολυκατοικίας, στο χείλος ενός γκρεμού. Έκπληκτα μάτια ανθρώπων που δεν έχω ξαναδεί με κοιτάνε έντρομα. Μου ζητάν εξηγήσεις, πως βρέθηκα εκεί, τι θέλω, μήπως είμαι ληστής; Και γω δεν ξέρω τι να πω. Απλά ντρέπομαι και λυπάμαι. Βγαίνω έξω, προσπαθώ να προσανατολιστώ και ψάχνω τρόπο να επιστρέψω άμεσα στον τόπο και την οικία μου.
Όσο εύκολα, όμως, και απότομα τηλε - μεταφέρομαι την πρώτη φορά. Άλλο τόσο δύσκολα επιστρέφω. Δεν αποφασίζω εγώ που θα βρεθώ. Δεν το κάνω καθόλου με την θέλησή μου. Δεν το ελέγχω ούτε στο παραμικρό. Αυτό με ελέγχει. Διαφορετικά θα γλίτωνα ένα σωρό λεφτά που ξοδεύω σε εισιτήρια έτσι και αλλιώς, μιας και μου αρέσει να ταξιδεύω. Έχω μπλεχτεί στα πλοκάμια μιας άγνωστης δύναμης που παίζει μαζί μου.

Μετά τις πρώτες φορές που μου συνέβη το “ταξίδι” ή η μετακίνηση όπως την ονομάζω, απευθύνθηκα σε γιατρό. Επειδή είμαι φύσει πραγματιστής και πιστεύω ακράδαντα στη λογική, θεώρησα ότι έχω απλώς τρελαθεί. Έτσι κατέφυγα στον ειδικό. Χωρίς αναστολές και ενδοιασμούς του περιέγραψα λεπτομερώς την εμπειρία μου, διασκεδάζοντας κατά βάθος με το προσδοκούμενο ξέσπασμα της κατάπληξης του.
Ο γιατρός όμως με άκουσε ήρεμα και προσεκτικά, και όταν τελείωσα είπε:
Τα συμπτώματα που περιγράφεις σκιαγραφούν μια πολύ σπάνια πάθηση. Πρόκειται για την περιβόητη νόσο του Τλον, που οι επιπτώσεις της ποικίλουν από ασθενή σε ασθενή (ή να πω καλύτερα από χαρακτήρα σε χαρακτήρα;) Κάποιοι πέφτουν να κοιμηθούν και όταν ξυπνούν βρίσκονται σε τόπο πολύ μακρινό από το κρεβάτι τους. Ενώ άλλοι με το που έρχονται σε επαφή με το νερό, τηλεμεταφέρονται. Τέλος υπάρχουν και κάποιοι στους οποίους η νόσος ενεργοποιείται όταν φιλιούνται με κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο. Και βέβαια η περίπτωση σου που είναι από τις συνηθέστερες. Δυστυχώς μέχρι στιγμής η επιστήμη δεν έχει βρει ίαση για αυτήν την ασθένεια. Πρέπει να μάθεις να ζεις με το ενδεχόμενο ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να ανοίξεις μια πόρτα και να βρεθείς αλλού.

Έτσι και γω προσπαθώ να συνηθίσω διανύοντας τον προσωπικό μου Γολγοθά. Η μόνη μου άμυνα στην εξωπραγματική αυτή ασθένεια είναι να πάψω να μετακινούμαι. Να μένω συνεχώς καθηλωμένος σε ένα σημείο. Να μην περνάω πόρτες. Να μην κουνιέμαι. Για τον λόγο αυτό έχω μπάνιο, τουαλέτα, κουζίνα, κρεβατοκάμαρα σε ένα δωμάτιο. Όταν αναγκάζομαι – με τρόμο – να βγω έξω από το σπίτι, εφοδιάζομαι με σύνεργα και αντικείμενα που θα μου χρησιμεύσουν σε ένα πιθανό, ακαριαίο “ταξίδι”. Έχω λοιπόν μαζί μου φακό, ξηρά τροφή, νερό, σφυρίχτρα (μια φορά βρέθηκα κάτω από τα ερείπια ενός σπιτιού που είχε καταρρεύσει από σεισμό), σουγιά, βαριά ρούχα (μπορεί να βρεθώ στην κορυφή χιονισμένου βουνού), σωσίβιο (ναι, έχω βρεθεί και στον πάτο της θάλασσας) και αρκετά χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής.

Δεν ξεμυτίζω λοιπόν από το σπίτι μου. Οι γείτονες και οι φίλοι μου νομίζουν ότι απλώς πάσχω από αγοραφοβία και κατάθλιψη και έχω εφεύρει αυτήν την ιστορία για να δικαιολογήσω την κατάσταση μου. Που να ξέρουν ότι υπό το κράτος της κατάθλιψης δεν μπορείς να εφεύρεις ιστορίες...

Γελωτοποιός

Εντελώς αναπάντεχα ο γελωτοποιός του βασιλιά έπεσε σε δυσμένεια.
Κανείς δεν ξέρει σε τι οφείλεται αυτή η ξαφνική μεταστροφή του ηγεμόνα. Εφόσον ούτε πόλεμος επίκειται, ούτε κάποια οικονομική καταστροφή έχει συμβεί. Πάντως όλα τα καινούργια ανέκδοτα, οι γκριμάτσες, τα σόκιν αστεία πάνε στο βρόντο. Ο Βασιλιάς είναι πάντα σκυθρωπός και δεν γελάει με τίποτα. Στέκεται ακίνητος και κοιτάει πάντα το κενό.
Όλη αυτή η κατάσταση έχει ρίξει ψυχολογικά τον γελωτοποιό, που αντιμετωπίζει τώρα για πρώτη φορά στη ζωή του υπαρξιακό πρόβλημα. Τι νόημα έχει να είναι γελωτοποιός, όταν δεν προκαλεί πλέον γέλιο;

Έτσι ο αστείος ανθρωπάκος αποφάσισε να δώσει μια τελευταία παράσταση και στο φινάλε να αυτοκτονήσει μπροστά στα μάτια του κυρίου του.
Η παράσταση δόθηκε. Δεν ακούστηκε άχνα γέλιου. Στο τέλος, όπως το σχεδίαζε, ο γελωτοποιός έβγαλε ένα πιστόλι και βάζοντας το στο στόμα, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Ούτε τότε αντέδρασε ο βασιλιάς.

Κάποιοι λένε ότι και αυτός είχε πεθάνει από καιρό. Και τον είχαν βαλσαμώσει.

Πηγάδι

Εδώ και μήνες ζω σε ένα πηγάδι. Έπεσα μέσα όταν έσκυψα να δω – από περιέργεια – τον πάτο του. Έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα. Ευτυχώς “προσγειώθηκα” στο νερό και έτσι δεν έσπασα τίποτα. Πέρασα τις πρώτες μέρες ουρλιάζοντας για βοήθεια. Αλλά δεν με άκουγε κανείς. Οι πρώτες μέρες ήταν σκέτη απελπισία. Το νερό δεν μου έλειψε, αλλά πεινούσα τρομερά. Τα βράδια κοιτούσα τους αστερισμούς που προβάλανε από το στόμιο του πηγαδιού και αποκοιμόμουνα σε μια σχετικά στεγνή εσοχή των τοιχωμάτων.

Γρήγορα διαπίστωσα ότι στο πηγάδι δεν ήμουν μόνος. Ένα σωρό μικρά πλάσματα χρησιμοποιούσαν την φυλακή μου ως ενδιαίτημα. Βατράχια, φρύνοι, αράχνες, μυγάκια ακόμα και μικρά ψάρια και σαύρες. Η αλληλεπίδραση όλων αυτών των ζωαρίων ήταν αξιοθαύμαστη. Παρατήρησα ότι τα βατράχια τρώγανε τις αράχνες, οι αράχνες τα μυγάκια, οι σαύρες τα αυγά της μύγας και τα μικρά βατράχια. Κανείς εδώ δεν πέθαινε από πείνα. Η ανήλιαγη ειρκτή μου προνοούσε σαν καλή μήτρα για την βιωσιμότητα της πανίδας της! Δεν είχα παρά να βρω και γω την θέση μου σε κάποια βαθμίδα της τροφικής αυτής αλυσίδας.

Έτσι έλυσα το πρόβλημα της λιμοκτονίας. Έπρεπε όμως να είμαι προσεκτικός ώστε να μη διαταράξω την φυσική ισορροπία. Έτρωγα λίγο από κάθε είδος, προσέχοντας να μην κάνω διακρίσεις ανάμεσα σε αρσενικά και θηλυκά.


Μετά από λίγο καιρό, και ενώ είχα αρχίσει να συνηθίζω, ακόμα και να απομυζώ κάποιο είδος ηδονής μένοντας εκεί, συνέβη κάτι ανέλπιστο. Εκεί που καθόμουν και ρέμβαζα κοιτώντας τα σκοτεινά νερά, άκουσα έξω από το στόμιο του πηγαδιού ανθρώπινες ομιλίες, που πλησίαζαν. Ήταν μια κοπέλα και ένας νεαρός, ερωτευμένοι μάλλον, που βλέποντας ένα πηγάδι στην μέση του πουθενά ήρθαν να κάνουν μια ευχή και να πετάξουν ένα κέρμα, όπως συνηθίζεται. Μια παλιά μου αταβιστική συνήθεια με έκανε να κουρνιάξω και να περιμένω λίγα λεπτά, χωρίς να δώσω σημείο ζωής. Πάντα όταν ακούς ανθρώπους να πλησιάζουν πρέπει να παίρνεις αμυντική στάση, ακόμα και αν βρίσκεσαι σε μια τόσο δυσχερή θέση, όπως η δική μου. Η προνοητικότητα μου δεν με πρόδωσε τελικά. Το ζευγάρι πάνω στην παραφορά του έρωτά του, ξεμυαλισμένο από ευφορία και φρούδες ελπίδες για το μέλλον πέταξε πολλά κέρματα στο πηγάδι μου, καθώς ο νεαρός και η κοπέλα συναγωνίζονταν σε ευχές για την πορεία της σχέσης τους. Αυτό με έκανε να κουρνιάξω ακόμα πιο βαθιά στην κρυψώνα μου. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει δουλέψει ποτέ και ποτέ δεν έχει βγάλει χρήματα. Ξαφνικά διέβλεπα μπροστά μου μια καινοφανή επιχειρηματική ευκαιρία. Υπήρχαν πολλά κορόιδα εκεί έξω που κανοναρχούνται από δεισιδαιμονίες και προλήψεις, έτοιμα να πετάξουν τα λεφτά τους οπουδήποτε εκπληρώνεται το μεταφυσικό τους βίτσιο... Έπρεπε μόνο να τους προσελκύσω στην τρύπα μου...


Και τότε μου ήρθε η θεία έμπνευσις. Με φωνή υπόκωφη και επιβλητική, συνεπικουρούμενη και από το φυσικό βάθος του πηγαδιού, μίλησα, παριστάνοντας το στοιχειό της πηγής. Προσπάθησα να έχω λίγη επιτήδευση στο λόγο μου, όπως έχουν συνήθως τα φαντάσματα και τα μέντιουμ. Και με τόνο αυστηρό, αλλά όχι πολύ απότομο – για να μην τους τρομάξω, ρώτησα τι θέλουν στα νερά μου και ταράζουν τον αιώνιο ύπνο μου. Όπως είναι φυσικό, οι ερωτευμένοι τα χρειάστηκαν και τραβήχτηκαν πίσω. Ο άφρων νεαρός, προφανώς για να αποδείξει στην κοπέλα του ότι δεν είναι δειλός, άρχισε να πετάει πέτρες και μεγάλα ξύλα στο πηγάδι μου. Γρήγορα όμως σταμάτησε και μπόρεσα να τους εξηγήσω ότι είμαι φιλικό και ευνοϊκό πνεύμα και γενικά πραγματοποιώ ευχές και μαντεύω το μέλλον. Αφού ξεπέρασαν το πρώτο σοκ, άρχισαν να μου απευθύνουν κάθε είδους ερωτήσεις στις οποίες απαντούσα κατά το δοκούν. Η κοπέλα ρώτησε μέχρι και που βρίσκεται το χαμένο της καθρεφτάκι με τις διαμαντένιες πέτρες και γω τις υπέδειξα το πρώτο μέρος που μου ήρθε στο μυαλό: πίσω από το κομοδίνο της κρεβατοκάμαρας. Πέταξαν μερικά κέρματα ακόμα, κατόπιν δικής μου εντολής και πήραν εκστασιασμένοι τον δρόμο του γυρισμού...


Την επόμενη μέρα ξύπνησα από ανήσυχες φωνές ανθρώπων που είχαν μαζευτεί έξω από το πηγάδι μου. Ήμουν αρκετά πεπεισμένος ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο. Γεγονός μάλιστα που ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση μου ως μέντιουμ. Εκείνο το πρωινό τα κέρματα πέσανε βροχή, καθώς και οι ερωτήσεις για θέματα ερωτικά, επαγγελματικά, υγείας... Και με απληστία νεοφώτιστου απαντούσα σε όλους απρόσκοπτα, αφήνοντας την διαίσθηση μου να οργιάζει.


Αυτό συνεχίστηκε, με μόνη διαφορά ότι το πλήθος του κόσμου που συνέρρεε αυξανόταν μέρα με τη μέρα. Για να αποφευχθεί η χάβρα, οι εντάσεις και ο πανικός πρόσταξα τους “πελάτες” μου να καταρτίσουν λίστα προτεραιότητας. Έχρισα βοηθούς μου και φερέφωνα μου στον έξω κόσμο, το ζευγάρι εκείνο που ευεργέτησα πρώτο με τις μαντείες μου, και δεν έπαψε από την μέρα εκείνη να επισκέπτεται το πηγάδι μου και να ζητάει τις συμβουλές μου – πάντα με το αζημίωτο.


Οι δουλειές πήγαιναν καλά. Μέσα σε λίγες εβδομάδες το πηγάδι μου είχε γεμίσει κέρματα και λίρες. Είχα σκοπό να μαζέψω λίγα χρήματα ακόμα και μετά με την βοήθεια των συνεργατών μου (που ακόμα βέβαια δεν είχαν ενημερωθεί για τα σχέδια μου – είναι πάντα καλύτερο να κρατάς τους υφισταμένους σου στο σκοτάδι) να φύγω. Βέβαια όπως πάντα σε αυτές τις ιστορίες, κάτι πάει στραβά και πρέπει να αναπροσαρμόσεις τα πλάνα σου.


Ήταν χαράματα όταν η τρομαγμένη φωνή της “υπαλλήλου” μου με ξύπνησε. “Πνεύμα του πηγαδιού!” φώναξε, “Σήμερα θα ρθει ο Επίσκοπος με τους ανθρώπους του για να κλείσουν με τσιμέντο το πηγάδι σου. Αλλά τι στο λέω; Θα το ξέρεις ήδη!..” Τινάχτηκα σα να με χτύπησε κεραυνός. “Τι;! Και γιατί να κάνουν κάτι τέτοιο;” ρώτησα έντρομος. “Ο Επίσκοπος λέει ότι το πηγάδι είναι στοιχειωμένο. Και ότι εσύ είσαι δαίμονας! Είσαι;” “Όχι βέβαια! Τι ναι όλα αυτά;” “Δεν ξέρω. Εγώ ήρθα απλά να σε προειδοποιήσω! Αν και είμαι σίγουρη ότι γνωρίζεις τις κινήσεις τους. Φεύγω τώρα! Αν με βρουν εδώ χάθηκα!” “Κάτσε!” φώναξα, αλλά είχε ήδη απομακρυνθεί. Την είχα άσχημα λοιπόν. Όχι μόνο πήγαινε στράφι δουλειά μηνών, αλλά θα ενταφιαζόμουν εδώ ζωντανός νεκρός. Κάτι έπρεπε να κάνω. Αλλά τι; Μπόρεσα να ξεγελάσω όλους αυτούς τους μωρόπιστους, αλλά θα ήταν αδύνατο να τα καταφέρω με τον Επίσκοπο. Αυτός ήταν γεράκι. Και εξάλλου έκανε λίγο πολύ την ίδια δουλειά με μένα. Σίγουρα φοβήθηκε τον ανταγωνισμό. Για αυτό θέλει να με ξεπαστρέψει.


Ξαφνικά άκουσα ποδοβολητά αλόγων. Είχαν έρθει. Τους άκουσα να ξεπεζεύουν και να ετοιμάζουν το τσιμέντο. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να παραδεχτώ την ήττα μου και να προσπαθήσω απλώς να μετριάσω τις συνέπειες. Άρχισα να φωνάζω ότι είμαι άνθρωπος, παγιδευμένος μήνες εδώ. Πως δεν έχω καμία σχέση με πνεύματα και δαιμόνους. Σταμάτησαν να με ακούσουν. Τότε άκουσα την σφυριχτή φωνή του Δεσπότη να τσιρίζει αμείλικτα: “Συνεχίστε. Λέει ψέμματα.” Και επέστρεψαν στις εργασίες τους...


Τότε ακούστηκαν και άλλοι αναπάντεχοι θόρυβοι. Αέρας που σχίζεται από βέλη, κούφια βήματα, μαχαίρια που μπήγονται σε κορμιά, κραυγές και βρισιές. Ήχοι μάχης. Και σε λίγο απόκοσμη ησυχία. Η φωνή που άκουσα τώρα ήταν η οικεία και γλυκιά φωνή της υπαλλήλου μου: “Πνεύμα είσαι καλά;” Κανονικά ενώπιον της δεν θα διακινδύνευα να ρωτήσω τι έγινε εκεί έξω (θα έπρεπε να δείξω ότι γνωρίζω), αλλά λόγω της ταραχής παραμέρισα τους ενδοιασμούς μου και ζήτησα να πληροφορηθώ με κάθε λεπτομέρεια. Αυτή μου απάντησε ότι όλοι οι ευεργετηθέντες κάτοικοι της πολίχνης, με το που έμαθαν τι πρόκειται να μου συμβεί, έσπευσαν να με βοηθήσουν και πάνω στη μανία της συμπλοκής, σκότωσαν τον Μητροπολίτη και τους άντρες του. “Το ήξερα” είπα μόλις τελείωσε, προκαλώντας όπως θέλω να φαντάζομαι ρίγη στις ραχοκοκαλιές των πιστών μου.


“Τι θα γίνει από δω και πέρα;” ρώτησε η καλή μου υπάλληλος. Έκλεισα τα μάτια και έπεσα σε διαλογισμό. Είδα τα σπίτια της πολίχνης καμένα, τους κάτοικους σταυρωμένους, τις γυναίκες βιασμένες, τις περιουσίες τους λεηλατημένες, από τις δυνάμεις του Αρχιεπισκόπου και του Κράτους – που σύντομα θα έρχονταν να αποκαταστήσουν την τάξη. Η οργή τους θα έπεφτε με σιδερένια πυγμή πάνω στους ανίσχυρους και αφελείς χωρικούς. “Όλα θα πάνε καλά” είπα.