Σάββατο 15 Μαΐου 2010

Γεννήτωρ


...Πριν τρία χρόνια έφυγα από το προηγούμενο σπίτι μου. Το μαύρο σπίτι. Το ονομάζω μαύρο με περιπαικτική διάθεση. Δεν ήταν καθόλου μαύρο στην πραγματικότητα. Μια ξύλινη καλύβα ήταν. Δεν θυμάμαι καν το χρώμα της – ποτέ δεν το πρόσεξα. Αλλά είναι όπως λέμε “ο λευκός Πύργος” ή “η μαύρη θάλασσα”. Δεν μιλάμε για την χρωματική ποιότητα με αυτούς τους προσδιορισμούς... Για κάτι άλλο μιλάμε. Για κάτι πιο ουσιαστικό.

Τέλος πάντων είχα συνηθίσει εκεί. Δεν ήμουνα καλά, αλλά είχα συνηθίσει. Τι εννοώ δεν ήμουνα καλά: Δεν είχα κανέναν να με φροντίζει. Αυτό σημαίνει δεν ήμουνα καλά Και αν δεν έχω κάποιον να με φροντίζει δεν μπορώ να είμαι καλά. Όχι επειδή είμαι κακομαθημένος ή ανασφαλής. Απλά υπήρξα ανίκανος να φροντίσω εγώ τον εαυτό μου. Εντελώς ανίκανος. Αν κάποιος με άφηνε χωρίς ψωμί και χωρίς νερό, δεν υπήρχε περίπτωση να μεριμνήσω εγώ από μόνος μου για αυτά τα αγαθά... Προτιμούσα να πεθάνω παρά να κάνω μια πράξη. Θα αναρωτιέσαι πως ζούσα λοιπόν. Αυτό είναι ένα από τα μυστικά μου. Το ενδιαίτημά μου ήταν παραθαλάσσιο και είτε το πιστεύεις είτε όχι οι γλάροι μου έφερναν ψωμί και νερό. Για την ακρίβεια δεν έφερναν σε μένα, αλλά στα νεογνά τους που περίμεναν στις φωλιές έξω από το σπίτι μου. Ξάπλωνα λοιπόν και γω δίπλα στις φωλιές, άνοιγα το στόμα μου και περίμενα. Οι γλάροι κουβαλούσαν στο ράμφος τους κονσέρβες, κομμάτια κρέας, τυρί και διάφορες άλλες λιχουδιές που δυστυχώς τις περισσότερες φορές είχαν μια ταγκή γεύση επειδή τις είχαν περισυλλέξει από σκουπιδότοπους και ήταν χαλασμένες, αλλά παρόλα αυτά θρεπτικές. Έτσι επιβίωνα μόνος μου. Με τα κομμάτια που ξέπεφταν από τις φωλιές κατευθείαν στο στόμα μου. Αν μπορεί αυτό να ονομαστεί επιβίωση. Παρόλα αυτά κάλυπτα τις βασικές ανάγκες μου και επιζούσα. Ήμουν λιτοδίαιτος και αυτάρκης.

Η βασική μου ασχολία εκεί ήταν να κοιτάζω την θάλασσα. Το ποιο όμορφο θέαμα του κόσμου, αν εξαιρέσουμε τον έναστρο νυχτερινό ουρανό! Και ακόμα μία ασχολία μου ήταν – σήμερα ντρέπομαι να μιλάω για αυτήν! - η στιχουργική. Έγραφα στίχους πάνω στην βρεγμένη άμμο. Και σκεφτόμουν. Αν γράψω έστω και έναν στίχο που αξίζει, που αιχμαλωτίζει μέσα στην ρίμα του την αληθινή ομορφιά του κόσμου, που αγγίζει κάτι από την κρυφή ουσία του σύμπαντος, η θάλασσα θα τον σεβαστεί. Θα κρατήσει το κύμα της και δε θα τον σβήσει. Περιττό να αναφέρω ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ. Οι νόμοι της παλίρροιας και των ρευμάτων δεν καταλύθηκαν ούτε μία στιγμή για χάρη της τέχνης μου. Αυτό σημαίνει ή ότι δεν έγραψα ποτέ τον κατάλληλο στίχο ή ότι η θάλασσα κωφεύει στις παρακλήσεις των ποιητών. Όπως είπα, νιώθω μια βαθιά συστολή να μιλάω για αυτά τα θέματα...Δε θέλω να φανώ κοινότοπος αλλά.... είναι γνωστή η αντιμετώπιση του κόσμου απέναντι σε αυτούς που στιχουργούν... τους θεωρούν μισότρελους τις περισσότερες φορές... και μάλλον έχουν δίκιο.

Ζούσα μια ειδυλλιακή ζωή. Δεν ήταν όλα τέλεια βέβαια. Αλλά σε εκείνη την έρημη παραλία, η ηρεμία και η σιωπή ήταν τόσο απόλυτη που κάποιες φορές ένιωθα σχεδόν ευτυχισμένος. Παρόλες τις αντιξοότητες του βίου μου, δεν έπαυα να ελπίζω σε καλύτερες μέρες και πολλές φορές έπλαθα όνειρα και φαντασιώσεις για το μέλλον. Ένας εξωτερικός παρατηρητής της ζωής μου θα νόμιζε ότι είμαι βαθιά δυστυχισμένος. Αλλά η αλήθεια απέχει πολύ από αυτό. Είχα συνηθίσει! Όπως και να ήταν οι συνθήκες ζωής μου εγώ είχα συνηθίσει! Και είχα μάθει να αντλώ ευχαρίστηση από πράγματα που σε άλλους φαίνονται τιποτένια. Όπως το να παρατηρείς τα σύννεφα ας πούμε, ή να βουτάς τα χέρια σου στον αφρό των κυμάτων, ή να ξαπλώνεις στην κρύα και υγρή άμμο. Μπορεί όλα αυτά να σου φαίνονται ανάξια λόγου... αλλά για μένα ήταν εμπειρίες χαράς και ευχαρίστησης.

Όλα αυτά ήταν προσωρινά όμως. Εκεί που νόμιζα ότι η ζωή μου θα συνεχιζόταν έτσι, αρμονικά και αθόρυβα, άρχισαν οι πόνοι. Φρικτοί πόνοι στο στομάχι. Που έρχονταν και έφευγαν απότομα χωρίς καμία προειδοποίηση. Μου λιάνιζαν τα σωθικά και η μόνη αντίδραση που μπορούσα να έχω, ήταν να αναδιπλώνομαι ξαπλωμένος σε στάση εμβρύου και να περιμένω να περάσουν, σφίγγοντας τα δόντια και τα μάτια για ώρες. Σφιγγόμουν τόσο πολύ που αργότερα όταν περνούσαν οι πόνοι ένιωθα πιασμένους όλους τους μύες μου. Καμιά φορά μην αντέχοντας άλλο βογγούσα και χτυπούσα με τα χέρια το πρόσωπό μου σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μετατοπίσω το κέντρο του πόνου. Το οποίο βρισκόταν στο στομάχι και επεκτεινόταν προς τα κάτω στα έντερα και στα γεννητικά όργανα και προς τα πάνω μέχρι τον θώρακα. Όλη αυτή η δοκιμασία κρατούσε κάποιες ώρες μπορεί και εικοσιτετράωρα και ύστερα σταδιακά εξασθενούσε, μέχρι που εξαφανιζόταν.

Στην αρχή νόμισα ότι πρόκειται για κάποια αρρώστια. Καρκίνος για να πονάει τόσο πολύ. Και συμβιβάστηκα με την ιδέα ότι σε λίγο καιρό θα πέθαινα. Και μάλιστα θα πέθαινα με φρικτό τρόπο. Εφόσον δεν ήμουν διατεθειμένος να πάω στο νοσοκομείο και να ακολουθήσω κάποια θεραπεία. Αυτές οι σκέψεις επιβάρυναν ακόμα πιο πολύ την έτσι κι αλλιώς μελαγχολική φύση μου. Αλλά έκανα λάθος. Μετά από κάμποσες εβδομάδες δοκιμασίας και αγωνίας πρόσεξα ότι η κοιλιά μου άρχισε να φουσκώνει. Στην αρχή θεώρησα ότι είναι αποτέλεσμα της ιδιότυπης ασθένειας μου και δεν έδωσα σημασία. Όμως η κοιλιά συνέχισε να φουσκώνει. Και κάποια μέρα φωτίστηκαν όλα. Σε ένα διάλειμμα των τρομερών μου πόνων, ένιωσα κάτι να σαλεύει μέσα μου. Υπήρχε κάτι εκεί μέσα που μπορούσε να κινηθεί! Που μεγάλωνε, που άλλαζε θέση, που κλωτσούσε! Κατάλαβα αυτό που ήδη θα έχεις καταλάβει: ήμουν έγκυος.


Στην αρχή εξεπλάγην και εγώ ο ίδιος με αυτό το συμπέρασμα και δεν άργησα να το απορρίψω με κυνισμό και με αυτοσαρκαστική διάθεση. Αλλά η υποψία έμενε στο μυαλό μου. Και μέρα με την ημέρα γινόμουν όλο και ποιο σίγουρος ότι αυτή ήταν η αλήθεια. Ναι! Κυοφορούσα ένα μωρό. Επρόκειτο προφανώς για κάποια ανωμαλία ή για να το πω καλύτερα για κάποιο ανέκδοτο της φύσης! Παρόλα αυτά ήταν αλήθεια. Έπρεπε να το αποδεχτώ. Πίστεψε με δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς! Όσο τρελό και αν ακούγεται.... Δεν μπορούσα παρά να το αποδεχτώ. Μετά από αυτήν την δύσκολη αποδοχή, η πεισιθάνατη διάθεσή μου άλλαξε άρδην. Είχα μια ζωή μέσα μου. Δεν είχα το δικαίωμα να την αφήσω να πεθάνει. Ήταν δικιά μου ευθύνη να μείνει ζωντανή. Είχε αφυπνιστεί στο βάθος της ψυχής μου ένα διεστραμμένο ένστικτο μητρότητας.

Πέρασαν αρκετοί μήνες έτσι. Αμφιταλαντευόμουν ανάμεσα σε διάφορες σκέψεις και αγωνίες. Δεν μπορούσα να καταλάβω πως είχε συμβεί αυτό. Στο μεταξύ η κοιλιά μου ολοένα και πρηζόταν... Μια μέρα με έπιασαν φρικτοί πόνοι. Πολύ πιο έντονοι από αυτούς που είχα συνήθως. Ωδίνες σκέφτηκα. Πόνοι του τοκετού. Με έπιασε κρύος ιδρώτας. Γεννάω σκέφτηκα. Κάτι πρέπει να κάνω. Αν δεν πάω νοσοκομείο σίγουρα θα πεθάνω και εγώ και το παιδί. Και τότε πήρα την μεγάλη απόφαση. Έφυγα από το σπίτι με χίλιους κόπους και τρομερή προσπάθεια και βγήκα στον εθνικό δρόμο. Εκεί έκανα ωτοστόπ και στον πρώτο οδηγό που σταμάτησε ζήτησα να με πάει στο κοντινότερο νοσοκομείο. Φανταστείτε ότι δεν είχα ζητήσει ποτέ βοήθεια από άνθρωπο. Και τώρα ήμουνα έρμαιο στον οίκτο και στο έλεος του πρώτου τυχόντα. Αν αρνιόταν να με μεταφέρει, ήμουν έτοιμος να τον ικετεύσω κλαίγοντας. Σε τέτοια κατάσταση βρισκόμουν. Μετά έχασα τις αισθήσεις μου και όταν τις ξαναβρήκα βρισκόμουν σε ένα κρεβάτι με ρόδες, δεμένος και μπανταρισμένος με σωληνάκια και ορούς. Οι γιατροί που με εξέτασαν ακόμα δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το σοκ. Ήμουν πραγματικά έγκυος. Και με πηγαίναν εσπευσμένα στο χειρουργείο. Ελλείψει αιδοίου, θα έπρεπε να γεννήσω με καισαρική τομή. Εν τω μεταξύ η κοιλιά μου είχε φουσκώσει τόσο πολύ που νόμιζα ότι θα σκάσει. Όλοι μου λέγανε να παίρνω βαθιές ανάσες. Η ολική νάρκωση που μου κάνανε δεν έπιασε και μισοζαλισμένος από το υπνωτικό και τους πόνους ήμουν ικανός να παρατηρώ τι γίνεται γύρω μου. Ήταν απίστευτο! Σε λίγο θα γεννούσα! Δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί τέτοιο ιατρικό παράδοξο στα χρονικά! Με ξαπλώσανε στο χειρουργικό κρεβάτι και με ένα νυστέρι μου άνοιξαν την κοιλιά. Και τότε βγήκε από μέσα μου – μωρό τερατώδες και παράξενο – ένας άνθρωπος λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία από εμένα! Και καθώς οι νοσοκόμοι τον καθάριζαν από τις βλέννες και τα αίματα μπόρεσα να δω τα χαρακτηριστικά του που ήταν ίδια με τα δικά μου χαρακτηριστικά! Μάτια, στόμα, μύτη, πιγούνι ολόφτυστος εγώ! Ήταν ο καινούργιος μου εαυτός... Ο παλιός πέθανε στην γέννα..


Μόλις γεννήθηκα το μυαλό μου ήταν θολωμένο από τον επώδυνο τοκετό. Αλλά σιγά σιγά άρχισα να καταλαβαίνω τι γίνεται. Οι γιατροί θέλησαν να με κρατήσουν στο νοσοκομείο για να μελετήσουν την περίπτωσή μου. Να με κάνουν πειραματόζωο. Για αυτό και το έσκασα. Αφού πρώτα έδωσα τρομερή μάχη με τους νοσοκόμους που προσπαθούσαν να με κρατήσουν με τη βία. Διαπίστωσα στην πράξη ότι σε αντίθεση με τον παλιό μου εαυτό ήμουν πολύ δυνατός και ήμουν σε θέση να υπερασπιστώ αποτελεσματικά την σωματική μου ακεραιότητα. Γεμάτος τυφλή λύσσα για αυτόν που με γέννησε πήγα και έκαψα το μαύρο σπίτι, κατέστρεψα τις φωλιές των γλάρων, και άρχισα να χτυπάω με μανία την θάλασσα.

Γυρίζω σαν αλήτης από δω και από κει. Κρύβομαι στις μεγαλουπόλεις και τρώω σχεδόν πάντα από τα σκουπίδια. Για το επίσημο κράτος δεν υπάρχω. Κανένα ληξιαρχείο δεν μπορεί να δεχτεί ότι είμαι γεννήτωρ του εαυτού μου. Ακόμα και σήμερα στην εποχή της κλωνοποίησης αυτό είναι αδιανόητο.

Γιατροί, με τη βοήθεια της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών ψάχνουν να με βρουν για να με μελετήσουν. Μαθαίνω ότι η περίπτωσή μου έχει πυροδοτήσει πόλεμο στον κόσμο της επιστημονικής κοινότητας. Εκπρόσωποι φεμινιστικών οργανώσεων λένε ότι είμαι απλώς αποκύημα φαλλοκρατικής προπαγάνδας. Ισχυρίζονται ότι δεν μπορεί να υπάρξει άνδρας που μπορεί να γεννήσει τον εαυτό του. Το διαψεύδω. Δεν πρόκειται για προπαγάνδα.

Αυτό που φοβάμαι τώρα είναι ότι η σωματική και ψυχική μου ευρωστία δεν θα κρατήσει για πολύ. Ήδη νιώθω προμηνύματα πόνου μέσα μου.... και σύντομα θα με συνταράξουν κύματα οδύνης... ενώ παρατηρώ ότι μέρα με την μέρα το στομάχι μου μεγαλώνει.. Ένα νέο πλάσμα μεγαλώνει μέσα μου. Και νιώθω ότι ούτε και γω θα επιβιώσω από τούτη την γέννα. Άραγε αυτός που θα γεννηθεί θα είμαι πάλι εγώ, αλλά λίγο διαφορετικός; Μπορεί ο καινούργιος να μην έχει καμία σχέση με αυτό που είμαι τώρα. Όπως εγώ δεν έχω καμία σχέση με τον προηγούμενο.

Με προσμονή, αγωνία και φόβο ζω αυτόν τον τοκετό.

Μόλις φτάσει η ώρα της γέννας, ξέρω πως δεν μπορώ να πάω στο νοσοκομείο... Θα σκίσω με ένα μαχαίρι την κοιλιά μου κι έτσι θα σε φέρω στον κόσμο καινούργιε μου εαυτέ. Να είσαι σίγουρος ότι εγώ θα πεθάνω μετά από αυτό. Για αυτό σου γράφω αυτά τα λίγα λόγια. Να ξέρεις τι σου γίνεται μόλις γεννηθείς.