....Το ξημέρωμα μαζευτήκαμε όλοι σε ένα ξέφωτο. Αν και κουρασμένοι από την ολονύχτια οινοποσία, διατηρούσαμε ακόμα στο ακέραιο τις δυνάμεις μας. Επί πλέον είμαστε ξαναμμένοι από την ένταση της στιγμής. Σε λίγο θα άρχιζαν τα στοιχήματα.
Ο κριτής έφερε τα ζάρια. Τα έλεγξε μπροστά μας. Ήταν εντάξει. Το παιχνίδι μπορούσε να αρχίσει.
Οι δυο πρώτοι παίκτες ποντάρανε τα δόντια τους. Ο νικητής ήταν επιφορτισμένος με την ευθύνη να ξεριζώσει, με μια τανάλια, τα δόντια του ηττημένου και να τα πάρει για τον εαυτό του.
Το δεύτερο ζευγάρι έπαιζε τα αυτιά του. Το έπαθλο ήταν βέβαια το αυτί του ηττημένου. Το οποίο ο νικητής θα αποκολούσε με την βοήθεια μιας πένσας.
Και το τρίτο ζευγάρι τζογαδόρων διαγωνιζόταν για τα μάτια του αντιπάλου. Κυριολεκτικά, ο νικητής έπρεπε να βγάλει τα μάτια του χαμένου. Η πράξη αυτή συντελούνταν με την συνεπικουρία ενός κατσαβιδιού.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν τίποτα. Το τελευταίο ζευγάρι διαγωνιζομένων έπαιζε με έπαθλο την καρδιά του αντιπάλου. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν διαπίστωσα ότι εγώ είμαι ένας από τους δύο παίκτες. Και αντίπαλός μου, η παλιά μου αγαπημένη...