Πάτησε με τα δυο του πόδια πάνω στην καρέκλα. Παραλίγο να χάσει την ισορροπία του, αλλά την βρήκε, αφού κλυδωνίστηκε για ένα δευτερόλεπτο. Έτσι θα φαινόταν ο κόσμος αν ήταν μισό μέτρο πιο ψηλός λοιπόν. Για λίγο μια παιδική έξαψη τον κατέκλυσε. Θυμήθηκε τότε που ήταν παιδί και του άρεσε να ανεβαίνει σε δέντρα. Καθόταν για ώρα εκεί. Κρυβόταν. Αγνάντευε.
Και τώρα αγνάντευε. Μπροστά του όμως δεν εκτείνονταν κάμποι ή βουνά. Μπροστά του απλωνόταν μια μαύρη θάλασσα: η ανυπαρξία.
Και τώρα αγνάντευε. Μπροστά του όμως δεν εκτείνονταν κάμποι ή βουνά. Μπροστά του απλωνόταν μια μαύρη θάλασσα: η ανυπαρξία.